Τα πέντε σενάρια για την εξέλιξη του κρατικού χρέους
Σύμφωνα με το σενάριο χρηματοοικονομικής πίεσης, ο λόγος του δημόσιου χρέους θα ήταν υψηλότερος κατά περίπου 3,3 π.μ. το 2034
Αν και οι υπάρχουν προκλήσεις, η ελληνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά και η χρηματοπιστωτική κατάσταση έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές και η χώρα μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος, είναι το βασικό συμπέρασμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην έκθεση εποπτείας που έδωσε στη δημοσιότητα προ ημερών.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αλλά μεσοπρόθεσμα, οι κίνδυνοι φαίνεται να είναι υψηλοί.
Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας για την Ελλάδα εμφανίζονται υψηλοί, καθώς το βασικό σενάριο της DSA δείχνει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί αλλά να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο μεσοπρόθεσμα περίπου στο 124% του ΑΕΠ το 2034 (γράφημα 1). Η μείωση του χρέους υποστηρίζεται από το υποθετικό διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ.
Σε σύγκριση με τα ιστορικά δεδομένα που τρέχουν από 1980, αυτό μπορεί να φαίνεται αρκετά φιλόδοξο. Ωστόσο, σε σύγκριση με πιο σχετικές πρόσφατες επιδόσεις, η μείωση του χρέους επωφελείται επίσης από μια ακόμη ευνοϊκή αλλά φθίνουσα επίδραση ‘χιονοστιβάδας’ της τάξης του -0,6% του ΑΕΠ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2025-2034, το οποίο υποστηρίζεται από τον αντίκτυπο του Ταμείου Ανάπτυξης (NGEU). Tο απόθεμα ροών θα πρέπει να μετριάσει ελαφρώς την προβλεπόμενη μείωση του χρέους κατά την περίοδο 2025-2034, λόγω της επίδρασης των αναβαλλόμενων τόκων το 2033 (σ.σ. η Ελλάδα στο πλαίσιο της ρύθμισης χρέους έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος για πληρωμές τόκων έως τότε).
Τα τέσσερα σενάρια της Επιτροπής
Οι βασικές προβλέψεις της Επιτροπής ‘ελέγχονται’ έναντι τεσσάρων εναλλακτικών σεναρίων προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των αλλαγών στις βασικές παραδοχές σε σχέση με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με το σενάριο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα επιστρέφει στον ιστορικό 15ετή μέσο όρο του, ο λόγος του χρέους θα ήταν χαμηλότερος από ότι στο βασικό σενάριο κατά περίπου 13,6 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) το 2034. Ωστόσο, στο πλαίσιο του δυσμενούς ρυθμού αύξησης των επιτοκίων (δηλαδή η διαφορά στο επιτόκιο και της ανάπτυξης επιδεινώνεται κατά μία π.μ. σε σύγκριση με το βασικό σενάριο), ο λόγος του χρέους θα ήταν υψηλότερος από ότι στο βασικό σενάριο κατά περίπου 9,5 π.μ. το 2034.
Σύμφωνα με το σενάριο χρηματοοικονομικής πίεσης, δηλαδή τα επιτόκια προσωρινά να αυξάνονται κατά 5,3 π.μ. σε σύγκριση με το βασικό σενάριο, ο λόγος του δημόσιου χρέους θα ήταν υψηλότερος κατά περίπου 3,3 π.μ. το 2034. Τέλος, στο πλαίσιο του σεναρίου χαμηλότερου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου (SPB), δηλαδή ότι η προβλεπόμενη σωρευτική βελτίωση του SPB κατά την περίοδο 2023-2024 μειωθεί κατά το ήμισυ, ο λόγος του χρέους θα είναι υψηλότερος από το βασικό σενάριο κατά περίπου 4,4 π.μ. το 2034.
Οι παράγοντες που θα αυξήσουν ή θα μειώσουν το χρέος μεσοπρόθεσμα
Η Κομισιόν, επισημαίνει ότι διάφοροι πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση και σχετίζονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, ιδίως τις κρατικές εγγυήσεις που χορηγήθηκαν πρόσφατα, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID-19. Οι κίνδυνοι ενδεχόμενων υποχρεώσεων συνεχίζουν να απορρέουν και από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα, αν και το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων σημείωσε απότομη μείωση τα προηγούμενα έτη.
Παράλληλα, το κόστος που συνδέεται με εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις κατά του κράτους επίσης δημιουργεί πιθανούς δημοσιονομικούς κινδύνους. Μια ακόμη πηγή δημοσιονομικών κινδύνων είναι η επίμονη εμφάνιση και η εντατικοποίηση των φυσικών καταστροφών.
Από την άλλη πλευρά, οι παράγοντες μείωσης του κινδύνου σχετίζονται με τη διάρθρωση του χρέους. Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μερίδιο του χρέους κατέχεται από επίσημους δανειστές με χαμηλά επιτόκια και έχει ιδιαίτερα μακρά διάρθρωση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες.
Η έκδοση του χρέους σε σταθερό νόμισμα μετριάζει επίσης τους κινδύνους. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του ταμείου NGEU, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια, και επομένως να συμβάλει στο μετριασμό των κινδύνων βιωσιμότητας του χρέους.
ΠΗΓΗ: https://sofokleous10.gr/