Οι Τούρκοι ευχαρίστησαν την Ελλάδα που αποχώρησε από την δική μας Υφαλοκρηπίδα στην Κάσο
Το πολύ σοβαρό περιστατικό στην Κάσο δεν είναι τελικά όπως φαίνεται συνηθισμένο.
Η αποχώρηση του ιταλικού ερευνητικού σκάφους χωρίς να ολοκληρώσει την έρευνά του, για λογαριασμό της Ελλάδας δημιουργεί άσχημα τελελεσμένα που φέρνουν με άμεσο τρόπο στο νου σκηνικά γκρίζων ζωνών και Ιμίων. Μια από τις πλέον μελανές σελίδες στην πρόσφατη ιστορία, επί πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη.
Αναδεικνύοντας εκ νέου τις θέσεις της για την τουρκική υφαλοκρηπίδα και… ευχαριστώντας τις ελληνικές αρχές «για τον σεβασμό τους στη θαλάσσια δικαιοδοσία μας και τη συνεργασία», όπως χαρακτηριστικά λέει, η Αγκυρα διατηρεί την προκλητικότητα που αποτυπώθηκε με τις κινήσεις της στη θαλάσσια περιοχή της Κάσου.
Αναφερόμενες στα όσα συνέβησαν τα τελευταία δύο 24ωρα με τις έρευνες του ιταλικού σκάφους «Ievoli Relume» στην περιοχή και εξελίχθηκαν σε κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (που εντέλει δεν κλιμακώθηκε μετά από διπλωματικό μαραθώνιο), πηγές του τουρκικού υπουργείου Αμυνας τονίζουν:
«Στις 21 Ιουλίου, η Ελλάδα εξέδωσε ανακοινώσεις ναυσιπλοΐας σχετικά με τις εργασίες που θα εκτελούσε το υπό ιταλική σημαία πλοίο R/V IEVOLI RELLUME για την τοποθέτηση καλωδίων, ορισμένες από τις οποίες εισέρχονταν στις Ζώνες Θαλάσσιας Δικαιοδοσίας μας.
»Για το θέμα αυτό εκδόθηκαν ανακοινώσεις ναυσιπλοΐας με αντιρρήσεις, ενώ δηλώθηκε ότι για την εκτέλεση εργασιών σε περιοχές που υπάγονται στη θαλάσσια δικαιοδοσία της Τουρκίας απαιτείται η λήψη άδειας. Το εν λόγω πλοίο προειδοποιήθηκε να μην εισέλθει στη θαλάσσια δικαιοδοσία της Τουρκίας στις 22 Ιουλίου και εμποδίστηκε από τουρκικά σκάφη».
Συντηρώντας την προκλητική ρητορική και υποστηρίζοντας ότι το πλοίο «εγκατέλειψε την υφαλοκρηπίδα μας», οι ίδιες πηγές σημειώνουν:
«Ως αποτέλεσμα του συντονισμού που έγινε αργότερα, του επετράπη να εκτελέσει εργασίες στις συντεταγμένες που δηλώθηκαν και εγκατέλειψε την υφαλοκρηπίδα μας ολοκληρώνοντας τη δραστηριότητά του υπό τη συνοδεία των πλοίων που ανήκουν στις Ναυτικές μας Δυνάμεις. Οι δραστηριότητες του εν λόγω πλοίου παρακολουθούνται στενά από τα στοιχεία των Ναυτικών μας Δυνάμεων στην περιοχή. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τις ελληνικές και ιταλικές αρχές για τον σεβασμό τους στη θαλάσσια δικαιοδοσία μας και τη συνεργασία τους».
Υπενθυμίζεται, όπως έγραφε η «Κ» σε χθεσινό της ρεπορτάζ, η αντίδραση της Τουρκίας, με την αποστολή πολεμικών πλοίων στην περιοχή, σημειώθηκε διότι με βάση την κατατεθειμένη στον ΟΗΕ επιστολή της 18ης Μαρτίου 2020 υποστηρίζει πως η θαλάσσια περιοχή νότια, ανατολικά και νοτιοδυτικά της Κάσου, βρίσκεται εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Βέβαια, την ίδια στιγμή, η Κάσος και η Κάρπαθος καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τη Συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2020 μεταξύ Αθηνών και Καΐρου.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε ερώτηση δημοσιογράφου «εάν μέσα στο πλαίσιο των αντιδράσεων αυτές τις μέρες για το περιστατικό στην Κάσο, έγινα κινήσεις σε επίπεδο διεθνούς παράγοντα, Αμερικανών, Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε.», απάντησε:
« Έγιναν όλες οι διπλωματικές ενέργειες που προβλέπει το Πρωτόκολλο, ούτως ώστε να θωρακιστούν πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα, να μην υπάρχει καμία διατάραξη όλων των κεκτημένων. Και η έκβαση όλης αυτής της υπόθεσης, σε καμία περίπτωση δεν ζημίωσε τη χώρα, ούτε ανέστειλε μια σημαντική ερευνητική αποστολή, η οποία ολοκληρώθηκε με επιτυχία».
Τι λέει ο Γεραπετρίτης
Η έρευνα του ιταλικού πλοίου ολοκληρώθηκε απολύτως με βάση τον αρχικό σχεδιασμό και έλαβε χώρα όχι μόνο στα χωρικά μας ύδατα, αλλά και στα διεθνή ύδατα της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Real FM» αναφερόμενος στο συμβάν της Κάσου.
Όπως εξήγησε, η Ελλάδα έχει να εκπονήσει ένα έργο το οποίο έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου. Το έργο περιλαμβάνει ένα στάδιο ερευνητικό και στη συνέχεια είναι η πόντιση του καλωδίου. Για την έρευνα απαιτείτο να υπάρξει ένα σχέδιο από την πλευρά του ιταλικού πλοίου και των αναδόχων του έργου.
«Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου επί τη βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο τουρκολιβυκό μνημόνιο -το προ τετραετίας τουρκολιβυκό μνημόνιο- είναι άκυρο και ανυπόστατο νομικά. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, πλην όμως η ίδια η Τουρκία θεωρεί ότι αποτελεί τη βάση της πολιτικής της», τόνισε χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Όπως εξήγησε, η Τουρκία θεωρεί ότι έλκει δικαιώματα και θέλησε να δώσει το μήνυμα ότι στο πεδίο αυτό δεν μπορούν να γίνονται οι οποιεσδήποτε έρευνες από την πλευρά Ελλάδας και Κύπρου.
«Σε αυτό εμείς είμαστε ανυποχώρητοι. Δηλώσαμε ότι οι έρευνες θα συνεχιστούν και θα ολοκληρωθούν. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Θέλω να σας θυμίσω ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν είχαμε έρθει στα όρια της πολεμικής σύγκρουσης. Υπήρχε μια πάρα πολύ μεγάλη ένταση, μια κρίση η οποία οδήγησε τους δύο στόλους να βρεθούν, στο σύνολό τους, στα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου», τόνισε.
Όπως περιέγραψε, αυτή τη φορά, μέσα σε 24 ώρες υπήρξε απόλυτη αποσυμπίεση, «δεν ήρθαν ποτέ κοντά τα πλοία τα οποία επιτηρούσαν, δεν υπήρξε κίνδυνος θερμού επεισοδίου και στο τέλος της ημέρας ολοκληρώθηκε η έρευνα».
«Όχι μόνο δεν είναι υποχωρητική στάση αυτή, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο. Παρήχθη απολύτως το ωφέλιμο αποτέλεσμα, το οποίο έγινε σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό της αναδόχου εταιρείας. Και επιπλέον κάναμε τη δήλωσή μας ότι πρόκειται για δική μας ΑΟΖ».
Ο υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια θέση ισχύος και αυτή η περίοδος είναι ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας να λύσουμε τα χρόνια προβλήματά μας.
Όπως εξήγησε, «το συμβάν της Κάσου, το οποίο επιλύθηκε αμέσως εξαιτίας της ύπαρξης των πολιτικών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, χωρίς να προκαλέσει κρίση, δεν θα είχε ποτέ συμβεί αν είχαμε οριοθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ».
«Είναι ψευδές ότι υπήρξε υποχώρηση και επιστροφή του πλοίου. Το πλοίο εξήντλησε όλη την έρευνα την οποία προέβλεπε να κάνει», ξεκαθάρισε. Στην Κάσο «δεν υπήρξε καμία περίπτωση ελληνικής υποχώρησης. Το αντίθετο. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρέθηκε μέσα στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ολοκλήρωσε τις έρευνές της και δεν παρήχθη κρίση».
Σήμερα, όπως ανέφερε, «βρισκόμαστε σε ένα στάδιο το οποίο είναι ικανοποιητικό με την Τουρκία, διότι από τις χίλιες παράνομες υπερπτήσεις, παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου έχουμε φτάσει στο μηδέν. Διότι αυτή τη στιγμή μπορούμε να αμβλύνουμε τις εντάσεις για να μην παράγονται κρίσεις και να μην παράγεται κίνδυνος θερμού επεισοδίου και πολέμου. Διότι αυτή τη στιγμή διαχειριζόμαστε το μεταναστευτικό με ωφέλιμο τρόπο. Διότι χάρη στη συνεργασία μπορούν και σπάνε τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης».
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να αποστεί από οποιοδήποτε στάδιο κυριαρχίας της, το οποίο δεν συζητάμε», σημείωσε.
«Από την άλλη πλευρά, όταν θα ωριμάσουν οι συνθήκες, ελπίζω να μπορέσουμε να μπούμε και στα σοβαρότερα, να μπορέσουμε να κάνουμε μια συζήτηση, η οποία θέλω να θυμίσω, γίνεται εδώ και δεκαετίες».
Όπως υπενθύμισε άλλωστε, «έχουν γίνει 64 κύκλοι διερευνητικών επαφών και κάθε φορά ο νεότερος κύκλος πήγαινε χειρότερα από τον προηγούμενο. Οι θέσεις που διατυπώνονταν ήταν πιο ακραίες».
Ο υπουργός Εξωτερικών, ερωτηθείς σχετικά, ξεκαθάρισε ότι δεν έχει διακοπεί καμία απολύτως ενέργεια εκ μέρους των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και τα πολεμικά αεροπλάνα πετούν στο Αιγαίο εκεί όπου η διεθνής νομιμότητα το επιτρέπει.
Στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών, όπως εξήγησε, υπάρχει μία διαρκής συζήτηση, η οποία έχει εγκατασταθεί μεταξύ, κυρίως, των στρατιωτικών, υπό την ευθύνη ενός ανώτατου διπλωμάτη, έτσι ώστε να περιορίζονται οι στρατιωτικές ασκήσεις, χωρίς όμως να υπάρχει καμία απολύτως υποβάθμιση ή υποχώρηση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Επεσήμανε ακόμη, ότι το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων απαιτεί την αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων και τα F-35 είναι πάρα πολύ σύγχρονα όπλα, τα οποία αυτή τη στιγμή δημιουργούν μια αμυντική υπεροπλία.
«Όταν το 2019 αναλάβαμε, η Τουρκία ήταν στο πρόγραμμα των F-35. Εμείς δεν είχαμε καν μπει στο πρόγραμμα για την αναβάθμιση των F-16. Και σήμερα που μιλάμε η Ελλάδα είναι στο πρόγραμμα των F-35, έχει αναβαθμίσει τα F-16 σε Viper και η Τουρκία είναι εκτός του προγράμματος των F-35».
Ξεκαθάρισε ακόμη, ότι τόσο ο ίδιος όσο και όλο το υπουργικό Συμβούλιο, προφανώς περιλαμβανομένου του υπουργού Εθνικής Άμυνας, «είμαστε απολύτως ταυτισμένοι στο ότι η Ελλάδα βεβαίως βρίσκεται σε συζητήσεις με την Τουρκία. Θέλει να έχει έναν ωφέλιμο και παραγωγικό διάλογο. Η Ελλάδα έχει το μυαλό της στην ειρήνη και την ευημερία και όχι στον πόλεμο».
«Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιστορία και ιδίως τις ιστορικές ευθύνες της Τουρκίας στην Κύπρο. Και δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να έρθουμε και να κάνουμε παραχωρήσεις σε θέματα που αφορούν την κυριαρχία μας και στα οποία υπάρχουν οι εθνικές κόκκινες γραμμές», τόνισε.
«Η διάκριση ανάμεσα σε διαλλακτικούς και πατριώτες έφερε τις εθνικές καταστροφές στη χώρα. Για το λόγο αυτό είμαι πάντοτε της άποψης ότι σημασία έχει να είμαστε επωφελείς», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης.
Στόχος να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις για το Κυπριακό
Αναφερόμενος στο Κυπριακό, επεσήμανε πως για μακρό χρόνο υπήρξε μια απόλυτη ακινησία και αδράνεια. Τον τελευταίο χρόνο, σε ταύτιση με την Κυπριακή Δημοκρατία, υπήρξε προσπάθεια να αναβαθμιστεί στην ατζέντα του ΟΗΕ και στην ατζέντα της ΕΕ.
«Και τα δύο συντελέστηκαν. Τον Ιούνιο του 2023 περιελήφθη διάταξη μέσα στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οποία η ΕΕ θα εμπλέκεται σε όλα τα στάδια επίλυσης του Κυπριακού. Και βεβαίως ο ΟΗΕ διά του γενικού γραμματέα προτεραιοποίησε το Κυπριακό. Διόρισε προσωπική απεσταλμένη στην Κύπρο και έχει αυτή τη στιγμή μια πολύ σαφή τοποθέτηση ότι το Κυπριακό κινείται».
Σημείωσε ότι στόχος είναι να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
«Η θέση της Τουρκίας συν τω χρόνω έχει πολύ περισσότερο βρεθεί στο ανάποδο άκρο, στο αντίθετο άκρο, δηλαδή σε μια θέση λύσης δύο κρατών, αυτό που ονομάζουν κυριαρχική ισότητα», επεσήμανε.
«Αυτό είναι κάτι το οποίο κείται εκτός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου, όπως οριοθετείται από τα ψηφίσματα και άρα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό».
«Το κρίσιμο στη δεδομένη φάση και για το οποίο όλοι εργαζόμαστε σκληρά, είναι η επανεκκίνηση των συζητήσεων. Διότι αν δεν υπάρξει η συζήτηση δεν θα υπάρξει λύση».
«Η Κύπρος οφείλει να είναι ενωμένη», σημείωσε. «Ανεξαρτήτως των δηλώσεων ή των επιχειρήσεων που γίνονται από την πλευρά της Τουρκίας, εκείνο το οποίο είναι σημαντικό -και έχω μια βιώσιμη ελπίδα, μια μικρή αισιοδοξία ότι θα καταφέρουμε να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για το Κυπριακό- είναι να υπάρξει μια λύση η οποία θα είναι βιώσιμη, θα είναι ωφέλιμη και αμοιβαία αποδεκτή».
Η διεθνής κοινότητα οφείλει να έχει ενιαία στάση
«Αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση προσβλέπει σε μια ειρήνη στην Ουκρανία», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών. «Και οι ίδιοι οι Ουκρανοί βεβαίως το επιδιώκουν. Το ζήτημα είναι κατά πόσον η λύση αυτή θα δικαιώσει την επιθετικότητα της Ρωσίας ή θα δικαιώσει την Ουκρανία, η οποία αμύνεται. Εάν δηλαδή αυτή τη στιγμή έρθουμε και πούμε ότι ξεκινούν οι εκπτώσεις στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, καταλαβαίνουμε όλοι ότι αυτό δημιουργεί ένα ιστορικό προηγούμενο».
Επεσήμανε ακόμη ότι «δεν μπορούμε να έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά στην εξωτερική μας πολιτική. Όταν λέμε ότι εμείς είμαστε υποστηρικτές του Διεθνούς Δικαίου, οι υποστηρικτές του αμυνόμενου, οι υποστηρικτές της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας των κρατών, δεν μπορούμε από την άλλη πλευρά να κάνουμε εκπτώσεις σε αυτά. Διότι όταν θα έρθει η ώρα και αν έρθει η ώρα η Ελλάδα και κάθε χώρα που θα έχει μια αμφίθυμη στάση απέναντι στα ζητήματα αυτά, δεν θα έχει πια έννομο συμφέρον να το προβάλει».
Η διεθνής κοινότητα, όπως τόνισε, οφείλει να έχει ενιαία στάση και στην Ουκρανία και στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή και παντού.
«Διότι μόνο με τον τρόπο αυτό κερδίζει σε αξιοπιστία και έχει κοινά στάνταρντ σε ό,τι αφορά την εφαρμογή. Για τον λόγο αυτό εμείς θα είμαστε σαφείς. Ναι, επιδιώκουμε τη λύση στην Ουκρανία. Όλη η ΕΕ και ο δυτικός κόσμος επιδιώκει την ειρήνη αυτή. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η ειρήνη αυτή θα έλθει με ένα τίμημα για την Ουκρανία, το οποίο θα δικαιώνει τον επιτιθέμενο».
Ακόμη, σημείωσε πως η Ελλάδα είναι μεταξύ των πιο ενεργών χωρών στην ΕΕ στο θέμα της Μέσης Ανατολής, με σημαντικές πρωτοβουλίες.
«Αυτή τη στιγμή με πρόταση δική μου συγκροτείται μια Task Force υπουργών Εξωτερικών Ευρω-Αράβων, οι οποίοι αναλαμβάνουν διαμεσολαβητικό ρόλο. Με πρόταση δική μας παρέχεται τεχνογνωσία στην παλαιστινιακή Αρχή, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίοι εκείνοι θεσμοί και οι διαδικασίες για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Παλαιστίνης την επόμενη μέρα», ανέφερε.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, επεσήμανε, ανέλαβε την πρωτοβουλία για την παροχή τεχνογνωσίας. Και με δική μας πρόταση, συμπλήρωσε, «έχουμε εισηγηθεί να μπορέσουμε να αναλάβουμε ως ΕΕ παιδιά από την Παλαιστίνη, τα οποία βρίσκονται σήμερα είτε τραυματισμένα είτε τους λείπουν τα βασικά αγαθά».
Ερωτηθείς για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αλβανία, επεσήμανε ότι «λείπουν κάποια διαδικαστικά στάδια τα οποία θα ολοκληρωθούν, αλλά υπάρχει μια συμφωνία η οποία είναι διεθνής και δεσμεύει τα μέρη και έχει ήδη ανακοινωθεί στον ΟΗΕ».
Τέλος, ερωτηθείς για τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, σημείωσε ότι οι σχέσεις Ελλάδας με ΗΠΑ βρίσκονται πραγματικά στο απόγειο των διμερών σχέσεων, «που το θεωρώ δεδομένο ότι δεν πρόκειται να κλονιστούν ούτε κατ’ ελάχιστον».
«Η Ελλάδα παρακολουθεί και σέβεται τις αποφάσεις του αμερικανικού λαού», τόνισε.
Εξήρε τη στάση του Προέδρου Μπάιντεν, η οποία, όπως ανέφερε, ανέδειξε ένα μεγαλείο σε ό,τι αφορά την παραίτηση από μια προσωπική ματαιοδοξία που ενδεχομένως θα είχε.
«Η επόμενη μέρα είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αναδείξει ακόμα καλύτερες ελληνοαμερικανικές σχέσεις», σημείωσε.