JUROR #2: ΤΟ (ΘΑΜΜΕΝΟ) ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΛΙΝΤ ΙΣΤΓΟΥΝΤ

Τι μας κρύβει η Warner και θέλει να εξαφανίσει τη νέα (και μάλλον τελευταία) ταινία του σπουδαιότερου ίσως σκηνοθέτη στην ιστορία του στούντιο;

Μια από τις πιο περίεργες –και πιθανώς εξοργιστικές– φιλμικές ιστορίες του 2024 είναι το θάψιμο στο οποίο προχωρά η Warner για την ταινία Juror #2, πράγμα περίεργο για μια σειρά από λόγους.

Είναι ένα mainstream, πανεύκολα προσβάσιμο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, δικαστικό θρίλερ που έχει αρέσει βασικά σε όποιον άνθρωπο το έχει δει.

Είναι ένα ώριμο, ενήλικο δράμα, απευθυνόμενο σε ένα κοινό που πλέον τα μεγάλα στούντιο έχουν σταματήσει να κυνηγούν.

Κόστισε $35 εκατομμύρια, αφήνοντας πολλά περιθώρια κέρδους.

Α ναι, και επίσης είναι γυρισμένο από τον Κλιντ Ίστγουντ, έναν σκηνοθέτη που έχει πρακτικά συνδέσει το όνομά του με το στούντιο της Warner, με δεκάδες ταινίες ανάμεσά τους φιλμ που έχουν σαρώσει στα ταμεία, στην κριτική, στα Όσκαρ. Μόνο την τελευταία 20ετία μετράμε επιτυχίες σαν το Gran Torino, το Million Dollar Baby, το American Sniper, το Mule, το Sully, το Mystic River, το Letters from Iwo Jima.

Κι όμως: Η Warner αποφάσισε να θάψει την ταινία στην Αμερική, βγάζοντάς την σε μόλις 30 αίθουσες συνολικά. Για μια σύγκριση μεγεθών, το Cry Macho, η προηγούμενη ταινία του Ίστγουντ, είχε ανοίξει σε 56 αίθουσες στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Επιπλέον, συμφώνησε να την κυκλοφορήσει διεθνώς σε λιγοστά μόνο από τα πιο μεγάλα markets (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και λίγα ακόμα) και μετά να την βάλει στο συρτάρι. Άρα όχι, το Juror #2 δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.

Προς τι ο χαλασμός; Και τι είναι ακριβώς αυτή η ταινία;

Το Juror #2 αποτελεί έναν θρίαμβο ήδη από την αρχική περιγραφή της υπόθεσής του. Ένας ένορκος πολύκροτης δίκης χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, αρχίζει σταδιακά να συνειδητοποιεί πως εμπλέκεται κι ο ίδιος στην υπόθεση – και πως ίσως και να ευθύνεται εκείνος για τον θάνατο του θύματος.

Είναι από αυτές τις τόσο απλές ιδέες που αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να μην έχουν ήδη γραφτεί. Προσωπικά μιλώντας, αν μου έλεγαν ότι πρόκειται για ένα παλιομοδίτικο δικαστικό θρίλερ (ένα τέλειο κινηματογραφικό είδος) γυρισμένο από τον Κλιντ Ίστγουντ (έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του αμερικάνικου σινεμά), θα ήμουν ήδη στο «ναι σε όλα». Το τέλειο hook δεν χρειαζόταν καν – αλλά να που ήρθε κι αυτό.

Σκηνοθετώντας το πρωτότυπο σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Τζόναθαν Έιμπραμς (το πρώτο του κινηματογραφικό credit!), ο Ίστγουντ λειτουργεί με όλα τα κοφτερά σκηνοθετικά ένστικτα που έχει αναπτύξει σε δεκαετίες καριέρας, αλλά με μια ενδοσκοπική, φιλοσοφική και ηθική διάθεση αναζήτησης που υπογραμμίζει την ηλικία του: Στα 94 πια, ο Ίστγουντ αναρωτιέται ίσως πιο επίμονα και ευθύτερα από ποτέ, αν όλες οι αποφάσεις, οι θυσίες, οι συμβιβασμοί, οι ηθικές υποχωρήσεις, άξιζαν τον κόπο – για οτιδήποτε γεννήθηκε στη σκιά τους.

Με διαλόγους που εξιστορούν με λιτό, οικονομικό μα πάντα σαφή και μεστό τρόπο την ιστορία, τους χαρακτήρες και το κεντρικό ηθικό δίλημμα του δράματος. Με έναν μονταζιακό ρυθμό και αφήγηση που δεν αφήνει το παραμικρό κενό επιτρέποντας στην ιστορία να ξετυλιχτεί καθηλωτικά, σφιχτά, χωρίς ποτέ να βιάζεται αλλά και ποτέ να κρεμάει. Και με έναν πυρήνα που μέσα από μια απλή ιστορία και με τα απλούστερα των υλικών, κρύβει μέσα του βαθιά ερωτήματα περί προσωπικής και κοινωνικής ηθικής, για τον άνθρωπο, για το σύστημα, για τον άνθρωπος ως γρανάζι στο σύστημα. Και για αδιέξοδα, βεβαίως.

Σε ένα δικαστήριο της Τζόρτζια, ο πρώην αλκοολικός δημοσιογράφος Τζάστιν Κεμπ (ένας ανατριχιαστικό Νίκολας Χουλτ) καλείται να παρουσιαστεί στο σώμα ενόρκων μιας πολύκροτης δίκης, με κατηγορούμενο έναν άντρα που φέρεται να δολοφόνησε άγρια την κοπέλα του με την οποία διατηρούσε μια ταραγμένη σχέση. Ο Κεμπ έχει πίσω στο σπίτι της δική του σύζυγο, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, σε μια επίφοβη κατάσταση, και θέλει να ξεμπερδεύει με αυτή τη δίκη το συντομότερη δυνατόν.

Δε θα καταφέρει να απεμπλακεί, όμως για καλή του τύχη η υπόθεση μοιάζει μάλλον εύκολη: Τα στοιχεία δείχνουν προς τον κατηγορούμενο, για τον οποίο οι πάντες πιστεύουν πως είναι ένας άνθρωπος που έτσι κι αλλιώς ανήκει στη φυλακή. Μόνο που στην εξέλιξη της διαδικασίας ο Κεμπ αντιλαμβάνεται φρικαρισμένος πως ο κατηγορούμενος μάλλον είναι αθώος – γιατί όπως διαπιστώνει ακούγοντας την ιστορία εκείνης της βραδιάς μέσα από στοιχεία και αφηγήσεις, είναι πολύ πιθανό να ευθύνεται ο ίδιος για τον φόνο.

Τι γίνεται λοιπόν τώρα; Ο Τζάστιν Κεμπ έχει μπροστά του σε πρώτη φάση ένα πολύ απλό, πολύ καθαρό ηθικό δίλημμα: Αφήνει την φαινομενικά εύκολη απόφαση στα χέρια των ενόρκων, αφήνει αυτή την ιστορία πίσω του και γυρνάει σπίτι στην σύζυγο που τον χρειάζεται – ή ρισκάρει τα πάντα για να προστατέψει το τεκμήριο της αθωότητας ενός άντρας που, υποπτεύεται, πως είναι μάλλον όντως αθώος;

Η δράση, τα νέα δεδομένα, οι αποκαλύψεις, το απολαυστικό καστ γνωστών προσώπων (Τζ. Κ. Σίμονς ως ένορκος με μεγάλες διαθέσεις έρευνας, Κίφερ Σάδερλαντ σε χαρακτήρα-κόλαφο που μας είχε αποκαλύψει πόσο πολύ ήθελε να παίξει, Τόνι Κολέτ ως πολιτικά φιλόδοξη κατήγορος που αρχίζει να αμφισβητεί την ίδια της την υπόθεση) κάνουν την ταινία να κυλάει καθηλωτικά μην αφήνοντας τον θεατή να πάρει έστω για λίγο το βλέμμα από την οθόνη. Μέσα στο μυαλό του Κεμπ η ενοχή κι η αθωότητα αρχίζουν να γίνονται ένα καθώς το παρελθόν διαχέεται μες στο παρόν μέσω της ροής των εικόνων. Και μαζί τα ηθικά διλήμματα ξεφεύγουν από αυτό τον έναν (αντι)ήρωα και γίνονται κάτι το ευρύτερα κοινωνικό.

Τα δεδομένα διαρκώς αλλάζουν, όπως κι η στάση διαφορετικών ανθρώπων (για διαφορετικούς λόγους) απέναντι στο ζήτημα. Με αυτό τον τρόπο ο Ίστγουντ είναι σα να τεστάρει το πόσο ανθεκτικές είναι οι αλυσίδες της ηθικής του καθενός. Το δομικό ρόλο που παίζει η Αγία Οικογένεια στο σχηματισμό μιας βιτρίνας ψευδο-ηθικής που συλλογικά ασπαζόμαστε. Τη θέση ανθρώπων που θεωρούν εαυτούς ηθικούς ακόμα κι αν λειτουργούν (ανήθικα) μέσα σε ένα (εγγενώς προβληματικό) σύστημα. Την ιδέα του κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει – και τις συνθήκες υπό τις οποίες του επιτρέπουμε εξαρχής το δικαίωμα σε αυτή την αλλαγή.

Καμία έκπληξη που υπάρχει τόσο ζουμί εδώ – σε όλη αυτή την ύστερη περίοδο της καριέρας του, ο Ίστγουντ δεν έχει σταματήσει να στοχάζεται πάνω στην ιδέα (και την εικόνα, και την ηθική) του ηρωισμού στο σύγχρονο κόσμο, με μια περιέργεια, μια ανθρωπιά και μια ευαισθησία που πάντα μας εκπλήσσει. Κι είναι τόσο ευρείες οι αναζητήσεις του εδώ, τόσο βαριά η σύνδεση ατόμου, κοινωνίας και ηθικής, που το Juror #2 εξελίσσεται σε κάτι περισσότερο από μια α λα Κλιντ παραλλαγή πάνω στο Κλασικό μοτίβων του 12 Angry Men: Αυτό το δικαστικό θρίλερ κρύβει την καρδιά ενός νουάρ μέσα του.

Που καταφέρνει να ολοκληρώσει το θεώρημά του, μετατρεπόμενο μέχρι την ολοκλήρωσή του σε ένα ερώτημα που σχεδόν επιστρέφει πίσω στον θεατή. Ένα σπουδαίο φιλμ, φτιαγμένο ως κάτι το παραπλανητικά απλό και «μικρό».

ΓΙΑΤΙ Η WARNER ΕΘΑΨΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΝΤΙΟ;

Η ταινία έχει δικαίως αποσπάσει από θετικά ως διθυραμβικά σχόλια. Στην Αμερική υπολογίζεται πως έχει κάνει τρελές δουλειές στο πολύ περιορισμένο κύκλωμα κυκλοφορίας της. Στη Γαλλία οι αίθουσες ήταν γεμάτες και το κοινό ήταν ενθουσιασμένο. Η αντίδραση των θεατών όπου παίχτηκε η ταινία ήταν θερμή.

Οπότε τι μπορεί να σκεφτόταν η Warner όταν έθαβε την ταινία;

Με μια γενικότερη damage control διάθεσή, άφησε να κυκλοφορήσει ότι η ταινία εξαρχής για streaming είχε εγκριθεί, το οποίο είτε ισχύει είτε όχι είναι γελοίο – για ποιο λόγο θα έστελνε κανείς σε streaming την ταινία ενός σκηνοθέτη που συνολικά έχει εισπράξεις σχεδόν 3.5 δισεκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office κι έχει αποφέρει στο στούντιο ένα τσουβάλι Όσκαρ, Χρυσές Σφαίρες, και συμμετοχές στις Κάννες;

Επιπλέον, είτε ισχύει είτε όχι, είναι άσχετο με την συζήτηση: Εφόσον αποφασίστηκε (ύστερα, λένε, από θετική ανταπόκριση σε test screening) πως η ταινία θα βγει στις αίθουσες, δεν υπάρχει λόγος να είναι τόσο κρυμμένη. Απειροελάχιστες αίθουσες, αρχική απουσία καμπάνιας για Όσκαρ, απόσυρση του τίτλου από τις περισσότερες διεθνείς αγορές (ανάμεσά τους κι η Ελλάδα).

Ίσως ό,τι πιο κοντά σε εξήγηση πάρουμε, έχει να κάνει με τον Ντέιβιντ Ζάσλαβ, το καταστροφικό νέο αφεντικό της Warner από τότε που έγινε η συγχώνευση με το Discovery πριν λίγα χρόνια. Ο Ζάσλαβ κατ’εξακολούθηση κάνει φρικτά στρατηγικά λάθη, όπως τότε που βούλιαξε ένα έτος κινηματογραφικής παραγωγής του στούντιο για να προμοτάρει το HBO Max. Έχει αποφασίσει την διαγραφή (διαγραφή!!) ταινιών όπως το Batgirl για φοροελαφρύνσεις, εξοργίζοντας τη δημιουργική κοινότητα. Είναι ένας άνθρωπος που ήρθε να τρέξει ένα στούντιο την ώρα που τα πάντα πάνω του ουρλιάζουν μίσος για την τέχνη.

Χαρακτηριστικά, ο Κρίστοφερ Νόλαν ύστερα από πολυετή και κερδοφόρα συνεργασία με τη Warner, αποχώρησε για Universal με το Οπενχάιμερ. Όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει με ποιο στούντιο θα συνεργαστεί για το επόμενο πρότζεκτ του μετά τον οσκαρικό του θρίαμβο, δεν επέτρεψε στους ανθρώπους της Warner ούτε καν να διαβάσουν το σενάριο – η πόρτα αυτή θα είναι κλειστή.

Σε ένα προφίλ του Ζάσλαβ στη Wall Street Journal, αναφέρεται ένα περιστατικό που μάλλον ρίχνει φως στην όλη υπόθεση: Ο Ζάσλαβ ρωτούσε λέει τους executives της Warner για να μάθει για ποιο λόγο είχε εγκριθεί το Cry Macho, η αμέσως προηγούμενη ταινία του Ίστγουντ, που κόστισε $33 εκατομμύρια και συγκέντρωσε $16 (αλλά ακόμα εν μέσω κόβιντ και με το στούντιο να έχει βγάλει την ταινία την ίδια μέρα στο HBO Max).

Όταν άνθρωποι του κινηματογραφικού τμήματος έκαναν το λάθος να προσπαθήσουν να εξηγήσουν σε έναν τέτοιο άνθρωπο την σημασία της διαχρονικής σχέσης του στούντιο με έναν δημιουργό σαν τον Ίστγουντ, ο Ζάσλαβ είπε πως δεν χρωστάνε χάρες κανενός και έκανε quote από το Jerry Maguire: «It’s not show friends, it’s show business». (Είναι ένα συναρπαστικό είδος ανθρώπου αυτό που πάντα καταλαβαίνει το ακριβώς ανάποδο από αυτό που πρέπει να καταλάβει από ΟΛΕΣ τις ταινίες και τις σειρές που βλέπει.)

Τελοσπάντων, ας ελπίσουμε πως η ταινία θα κυκλοφορήσει σύντομα με τον οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα – στην Αμερική θα βγει στο max (δηλαδή το παλιό HBO Max) στις 20 Δεκεμβρίου. Είναι κρίμα που αυτός ο συνδυασμός αγνωμοσύνης και ασχετοσύνης είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμησή της, αλλά τουλάχιστον η ταινία υπάρχει και είναι θαυμάσια.

Τώρα… μήπως ο Κλιντ το έχει μέσα του να μας δώσει κι άλλη μία;

Πηγή news247