Μία απίστευτη απόφαση (Αριθμός Απόφασης40/2024) από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, για αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης πλειστηριασμού ακινήτου, με την οποία δεν προστάτεψε τον δανειολήπτη έως την έκδοση οριστικής απόφασης η οποία έχει οριστεί προς εκδίκαση την 19η Μαρτίου 2024.
Να σημειωθεί ότι η διάσκεψη έγινε στις 20 Οκτωβρίου 2023 και στις 17 Νοεμβρίου 2023 και η απόφαση εκδόθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2024.
Αριθμός Απόφασης 40-2024 Η Πρόεδρος της σύνθεσης Ευαγγελή Νικ. Μπράμη διατύπωσε την κατωτέρω άποψη επί των ανακυπτόντων ζητημάτων ως εξής : Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ.1 και 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι :
Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ.1 και 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι : “1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει”. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, ως διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στην κατά το άρθρο 93 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, νοείται κάθε διαφορά που προκύπτει από τη δραστηριότητα του Κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (οργανικό κριτήριο, βλ. ΑΕΔ 20/2011, 10/2019 σκέψη 8), εφόσον με τη δραστηριότητα αυτή επιδιώκεται δημόσιος σκοπός υπό καθεστώς υπερέχουσας για τον δημόσιο φορέα θέσης έναντι των διοικουμένων (λειτουργικό κριτήριο, βλ. ΑΕΔ 12/1992, 6/2007 σκέψη Απόφαση 175/2022 4 5). Η διοικητική δικαιοσύνη ιστορικώς, με τη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1929 και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και με τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τις απαρχές του ελληνικού Κράτους, έχει ως αποστολή να παράσχει στους διοικουμένους δικαστική προστασία όταν από την άσκηση δημόσιας εξουσίας πλήττονται κυριαρχικώς τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα αυτών (ΣτΕ Ολ. 1087/1946, Ολ. Ελ.Συν. 177/2022). Γι’ αυτό και εξοπλίζεται, κατά το Σύνταγμα και τους σύμφωνους προς αυτό νόμους, με τις ειδικές δικονομικές εξουσίες της ακύρωσης των εκτελεστών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων ή της μεταρρύθμισής τους, ώστε να μπορεί να τεθεί εκτός εννόμου τάξης κάθε διοικητική πράξη ή παράλειψη με την οποία η δημόσια εξουσία επεμβαίνει παρανόμως στη σφαίρα δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των διοικουμένων. Και είναι μεν ακριβές ότι ο ιδιωτικός ή διοικητικός χαρακτήρας της υποκείμενης σχέσης χρησιμοποιείται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για τον χαρακτηρισμό μιας διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής (ΑΕΔ 53/1995, 3/2004,18/2009), όμως το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης χρησιμοποιείται από το Δικαστήριο αυτό μόνον στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη προς θεραπεία δημόσιου σκοπού, αλλά ειδική έννομη σχέση. Υπό την οπτική του Συντάγματος, καίριας σημασίας για τη διάκριση της διαφοράς σε διοικητική ή ιδιωτική δεν είναι η φύση του δικαιώματος που πλήττεται, αλλά της εξουσίας που ασκείται, καθόσον η διοικητική δικαιοσύνη, κατά το Σύνταγμα και την ιστορία της, έχει ως σκοπό να περιορίσει εντός του πλαισίου των αρχών του Κράτους δικαίου την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, ενώ, αντίθετα, δια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) σκοπείται η παροχή δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη για την προστασία δικαιωμάτων και την εκτέλεση υποχρεώσεων αστικής φύσης ανεξάρτητα από το πρόσωπο – δημόσιο φορέα ή ιδιώτη – που τα πλήττει. Επομένως, το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης, ως επικουρικό για την οριοθέτηση των διοικητικών έναντι των ιδιωτικών διαφορών, δεν είναι από μόνο του ικανό, εντός του πλαισίου του ισχύοντος Συντάγματος – που δίνει προτεραιότητα στη φύση της εξουσίας που ασκείται και όχι του δικαιώματος που προσβάλλεται – , να υποκαταστήσει, εκτοπίζοντάς το, το κριτήριο της υπερέχουσας θέσης χάρη δημόσιου σκοπού, ως βασικό κριτήριο της διοικητικής διαφοράς (Ελ. Συν. 177/2022). Εν προκειμένω η επίδικη διαφορά δημιουργείται από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του δημοσίου, στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας τόσο από μέρους των οργάνων της φορολογικής Διοίκησης όσο και από την συμβολαιογράφο, η οποία κατά το άρθρο 92 παρ. 4 του Συντάγματος είναι «μόνιμος» δημόσιος λειτουργός (βλ. και ΣτΕ 1546/ 2022) και στο πλαίσιο διενέργειας πλειστηριασμών ενεργεί ως πολιτειακό όργανο (ΣτΕ 572/2023, 2168/2016, Α.Π. 1323/2020). ΑΠ 283/2022) υπόκειται δε και στην εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΣτΕ 1546/2022, επίσης πρβλ. ΣτΕ 1971/2023). Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις και παραλείψεις αγόμενες προς έλεγχο ενώπιον των δικαστηρίων ως παράνομες μόνο από τα διοικητικά δικαστήρια μπορούν να ακυρωθούν και να τεθούν εκτός της έννομης τάξης, τηρουμένης έτσι της αρχής του Κράτους Δικαίου τόσο ως εθνικής όσο και ευρωπαϊκής έννοιας (άρθρα 2 και 7 της Συνθήκης ΕΕ). Ενώ ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ο παρεμπίπτων έλεγχος έχει την έννοια, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τη διοικητική πράξη ή παράλειψη που θεωρούν άκυρη κ.λ.π., ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ. ΑΠ 1/2018, Α.Π. 81/2023 , ΑΠ 246/2019). Ειδικότερα στην κρινόμενη υπόθεση τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, μεταξύ άλλων, να ακυρώσουν την παράνομη παράλειψη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………… …………………., να εκδώσει πράξη μη διενέργειας (ματαίωσης) του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου – κατόπιν της από 12-7-2023 εξώδικης δήλωσης της αιτούσας- που συντελέστηκε με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης από την οποία συνεπάγεται άμεσα η βούληση της Συμβολαιογράφου να μην προβεί στη ρύθμιση της αιτηθείσας έννομης σχέσης ήτοι με την έκδοση της με αριθμό …………./14-7-2023 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας, καθόσον, μεταξύ άλλων ακυροτήτων που προβάλλει η αιτούσα, η μη επίδοση της ………………./15-7-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης στον Υπουργό Οικονομικών (το Ελληνικό Δημόσιο είναι ενυπόθηκος δανειστής για φορολογικές οφειλές της αιτούσας δυνάμει των προγενέστερων ……………./7-10-2013 και ………../9-10-2013 αναγκαστικών κατασχέσεων) επιφέρει αυτοδικαίως ακυρότητα του πλειστηριασμού ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου (ad hoc Α.Π. 281/2023, 1498/2023).
Επίσης, (τα διοικητικά δικαστήρια) έχουν δικαιοδοσία να ελέγξουν και να ακυρώσουν την παράλειψη της ίδιας Συμβολαιογράφου ενόψει του ότι από τις πράξεις που η ίδια συνέταξε προκύπτει ότι δεν τήρησε τις διατάξεις της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ- 4η, του ν.4557/2018 και της 28226/10-6-2021 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης. Δηλαδή επί της ουσίας, η εν λόγω Συμβολαιογράφος, ως εκ του νόμου υπόχρεη οντότητα, δεν προέβη, ως όφειλε σε πιστοποίηση και επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας της υπερθεματίστριας εταιρείας «……………………..» ούτως ώστε να εξακριβωθεί ο πραγματικός δικαιούχος αυτής, να ερευνηθεί εάν πρόκειται για πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο (ΠΕΠ) και έτσι να αποφευχθεί η τυχόν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν.4557/2018 όφειλε να μην προβεί στον ένδικο πλειστηριασμό. Προς επίρρωση της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων αναφέρεται ότι σε βάρος των συμβολαιογράφων που δεν τηρούν τα μέτρα της δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με την ανωτέρω Οδηγία, προβλέπονται σε βάρος τους διοικητικές κυρώσεις (άρθρο 46 Ν. 4557/2018). Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόδηλος ο χαρακτήρας της ένδικης διαφοράς ως ιδιωτικής με συνέπεια την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, όπως προβάλλουν οι καθ’ ων , καθόσον μάλιστα δεν υφίσταται ad hoc Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ε.Α. 160/2023). Και τέτοια δεν μπορεί να θεωρηθεί η Πράξη 14/2023 της Τριμελούς Επιτροπής του Συμβουλίου της Επικρατείας του άρθρου 1 του Ν.3900/2010, αφενός διότι η εν λόγω Επιτροπή δεν συνιστά Δικαστήριο αφετέρου διότι στην εν λόγω Πράξη ουδόλως αναφέρονται οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις της συμβολαιογράφου, ώστε είναι εν αμφιβόλω εάν ως προς την τελευταία έχει επιληφθεί η εν λόγω Επιτροπή. Ως εκ τούτου, κατά την μειοψηφούσα άποψη, δεν κωλύεται το Δικαστήριο τούτο (ως Συμβούλιο), κατά το άρθρο 5 του Ν. 2479/1997 να επιληφθεί της αίτησης και να χορηγήσει προσωρινή έννομη προστασία έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτηση ακύρωσης, η οποία ορίστηκε προς εκδίκαση, μετ’ αναβολή, για την 19η Μαρτίου 2024 ( ΣτΕ Ε.Α. 172/2023, πρβλ. ΣτΕ Ε.Α. 367/2023, 319/2021). Με την άποψη αυτή διασφαλίζεται και η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας στην αιτούσα. Και ναι μεν από το άρθρο 9 παρ. 4 του νόμου 1649/1986, και το άρθρο 41 του νόμου 3659/2008 προβλέπεται ότι αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο (ΣτΕ 1944/2021).
Όμως ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει για το ενδιάμεσο διάστημα την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας για το διοικούμενο και ως προς αυτό υπάρχει νομοθετικό έλλειμμα με συνέπεια να παραβιάζεται η αρχή του Κράτους δικαίου κατά την έννοια της μη πρόβλεψης κατά το στάδιο αυτό αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας. (πρβλ. European Parliament P9_TA (2024) 0069 Rule of Law and media freedom in Greece (2024/2502 (RSP). Τέλος, κατά την μειοψηφούσα άποψη υπό την εκδοχή , ότι η εν λόγω διαφορά εμπίπτει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως προβάλλει η αιτούσα και επικουρικά το Ελληνικό Δημόσιο, η υπό κρίση αίτηση (με την αίτηση ακύρωσης) πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση σ΄ αυτό.