Οργάνωση και «δομή» εγκληματικής οργάνωσης, με «εγκεφάλους», «ταμία», «εισπράκτορα», αλλά και οδηγό, είχε η «μαφία» των δημοτικών υπαλλήλων στην Αθήνα, που, σε συνεργασία με ιδιώτες, παρείχε, με το… αζημίωτο, προστασία σε καταστηματάρχες της πρωτεύουσας, εκβιάζοντάς τους.
Η -εδώ και τρεις μήνες- έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας οδήγησε στην εξάρθρωση του εγκληματικού κυκλώματος και σε 14 συλλήψεις, που έγιναν όλες το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, 5 Ιουλίου.
Οι 14 συλληφθέντες, επτά άνδρες και επτά γυναίκες, με μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στην ιεραρχία και τη δράση της οργάνωσης, κατηγορούνται για σωρεία παραβάσεων, που έχουν να κάνουν με τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και την ένταξη σε αυτή, ενώ αφορούν ακόμη σε δωροδοκία, πλαστογραφία, δωροληψία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και καθήκοντος κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, παραβίαση του νόμου περί όπλων και περί εξαρτησιογόνων ουσιών, ψευδείς βεβαιώσεις, συνέργεια σε δωροδοκία και σειρά άλλων αδικημάτων.
Ανάμεσα στους 14 συλληφθέντες ξεχωρίζουν τα ονόματα υπαλλήλου της Διεύθυνσης Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Αθηναίων, υπαλλήλου της Διεύθυνσης Δόμησης, υπαλλήλου της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων, υπαλλήλων της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών, καθώς και υπαλλήλου της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών, ενώ ως «εγκέφαλοι» της οργάνωσης εμφανίζονται δύι ιδιώτες, μία κάτοικος Αργυρούπολης και ένας κάτοικος Αθηνών.
Η δικογραφία, δε, που σχηματίστηκε, περιλαμβάνει, κατά πληροφορίες, και άλλους εννέα δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι βοηθούσαν την εγκληματική οργάνωση, χωρίς όμως να έχουν διαρκή συμμετοχή σε αυτήν και για τον λόγο αυτό δεν συνελήφθησαν, στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
Το «κουβάρι» της αποκάλυψης της έκνομης δράσης της συμμορίας άρχισε να ξετυλίγεται από καταγγελία που έγινε στις 12 του περασμένου Απριλίου. Όπως προέκυψε από τη συνολική έρευνα, η εγκληματική οργάνωση δραστηριοποιείτο σε εκβιάσεις ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, δωροδοκίες και δωροληψίες δημοσίων υπαλλήλων που αντίκεινται στα καθήκοντά τους, παραβιάσεις υπηρεσιακού απορρήτου, ψευδείς βεβαιώσεις και πλαστογραφίες, με σκοπό την αποκόμιση παράνομων χρηματικών ποσών. Την υπόθεση «έδεσαν» αστυνομικοί της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, που κατέγραψαν συνομιλίες των συλληφθέντων και συνέλλεξαν στοιχεία, αφού προηγουμένως τους έθεσαν διακριτικά υπό παρακολούθηση.
Πώς δρούσε η οργάνωση
Ειδικότερα ως προς τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη της προσέγγιζαν καταστηματάρχες κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία για την αποτροπή πρόκλησης βλάβης στην επιχείρησή τους, κυρίως μέσω της αποτροπής βεβαίωσης παραβάσεων από τους δημοσίους υπαλλήλους που ήταν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Για τον σκοπό αυτό, κατηύθυναν τους δημοσίους λειτουργούς να διενεργήσουν κατ’ εντολή τους στοχευμένους ελέγχους στα καταστήματά τους, προκειμένου να εξαναγκάσουν τους ιδιοκτήτες να ζητήσουν την προστασία της οργάνωσης.
Επίσης, ορισμένοι ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και εν γένει κτιρίων, γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης και τις δυνατότητες της, επιδίωκαν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν τις «υπηρεσίες» της, προκειμένου είτε να αποφύγουν τη βεβαίωση παραβάσεων είτε να διευθετήσουν έτερα θέματα που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα δημοσιών υπηρεσιών και αφορούσαν στις επιχειρήσεις τους.
Για την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους, υπηρετούντες σε Δημόσιες Υπηρεσίες επιφορτισμένες με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.), οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους.
Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι, λόγω της θέσης που κατείχαν στον δημόσιο τομέα, γνώριζαν και παρείχαν στα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης, πληροφορίες που αφορούσαν σε επικείμενους ελέγχους καταστημάτων και ακολούθως αυτοί ενημέρωναν τους καταστηματάρχες-πελάτες τους, ώστε να είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για τον έλεγχο, διορθώνοντας τυχόν συνήθεις παραβάσεις τους (τραπεζοκαθίσματα, κάπνισμα, μουσική κ.λπ.).
Επίσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά, προκειμένου να μην βεβαιώνουν διαπιστωθείσες παραβάσεις ή να τις θέτουν στο αρχείο ή να βεβαιώνουν ελαφρύτερες παραβάσεις από τις πραγματικές, καθώς επίσης και για να βεβαιώνουν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, προβαίνοντας καθ’ αυτό τον τρόπο στην παράνομη έκδοση αδειών και λοιπών εγγράφων που αφορούν στη λειτουργία των καταστημάτων. Πολλές φορές, για να εξυπηρετήσουν την οργάνωση, οι υπάλληλοι δεν μετέβαιναν για τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ενώ στη συνέχεια συνέτασσαν ψευδώς εκθέσεις ότι τους πραγματοποίησαν κανονικά.
Χαρακτηριστικό της απαξίας των υπαλλήλων για το λειτούργημα τους, είναι το γεγονός ότι λάμβαναν απευθείας εντολές από τα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης για τον στοχευμένο έλεγχο συγκεκριμένων καταστημάτων, ακόμα και για συγκεκριμένες παραβάσεις που θα έπρεπε να βεβαιώσουν κατά τον έλεγχό τους. Η επιλογή αυτή γινόταν εσκεμμένα, προκειμένου να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους καταστηματάρχες να απευθυνθούν στην οργάνωση, καταβάλλοντας χρηματικά ποσά για την προστασία τους και τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και για την αποπληρωμή τυχόν χρωστούμενων ποσών στην οργάνωση.
Σε περιπτώσεις που οι καταστηματάρχες δεν δέχονταν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους απειλούσαν ότι θα διενεργηθούν εκ νέου έλεγχοι στις επιχειρήσεις τους και θα τους βεβαιωθούν παραβάσεις, ενώ εάν και πάλι δεν ενέδιδαν στην απειλή, έδιναν τότε εντολή στους αρμόδιος υπαλλήλους-μέλη να προβούν, όπως προαναφέρθηκε, στους σχετικούς ελέγχους.
Επίσης, όταν υπάλληλοι που δεν συμμετείχαν στην οργάνωση, δημιουργούσαν προβλήματα, προβαίνοντας σε ενέργειες που ήταν σε βάρος των καταστημάτων που τελούσαν υπό την προστασία της, τα διευθυντικά στελέχη συζητούσαν σχετικά με το εάν εξυπηρετεί τους σκοπούς της οργάνωσης να τους αλλάξουν θέση στην Υπηρεσία τους.
Αναφορικά με το ύψος των χρηματικών ποσών που κατέβαλαν οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων, αυτό το είχαν συμφωνήσει με τα διευθυντικά στελέχη, ανάλογα με το είδος του καταστήματος, τις παρελθοντικές παραβάσεις που είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του και κατ’ επέκταση τον βαθμό δυσκολίας για την οργάνωση να επιτύχει την αποτροπή βεβαίωσης παραβάσεων. Τα χρηματικά ποσά συνήθως παραλάμβαναν από τους καταστηματάρχες, μέλη της οργάνωσης που είχαν αναλάβει τον ρόλο του εισπράκτορα – ταμία και στη συνέχεια, τα παρέδιδαν στα διευθυντικά στελέχη, τα οποία αφού μοίραζαν τα κέρδη μεταξύ τους, διέθεταν μέρος των χρημάτων για τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων και στα λοιπά μέλη της οργάνωσης.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι η εγκληματική οργάνωση λάμβανε μέτρα, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση της. Συγκεκριμένα, κατά τις δια ζώσης συναντήσεις τους, είτε με δημοσίους υπαλλήλους είτε με καταστηματάρχες, αλλά και μεταξύ τους, τα μέλη της επιδείκνυαν μεγάλη προσοχή, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί από τις διωκτικές αρχές και από έτερα άτομα που θα μπορούσαν να υποπτευθούν την παράνομη δράση τους.
Ακόμα, κατά τη δοσοληψία των χρηματικών ποσών μεταξύ των μελών της οργάνωσης, έδειχναν μεγάλη επιμέλεια στην επιλογή του μέρους των συναντήσεων τους, οι οποίες συνήθως ήταν μικρής χρονικής διάρκειας. Ειδικά κατά την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων, κάποιες συναντήσεις διαρκούσαν λίγα δευτερόλεπτα και πραγματοποιούνταν είτε σε εξωτερικούς χώρους, ώστε να φαίνονται τυχαίες, είτε σε κλειστούς χώρους όπου θα ήταν αδύνατο να τους δει κάποιος (τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητα κ.λπ.), ενώ επόπτευαν τον χώρο για τυχόν «ύποπτα» άτομα.
Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι, όταν ενημέρωναν τους καταστηματάρχες για επικείμενους ελέγχους, τους καθοδηγούσαν να αφήσουν σκοπίμως να τους βεβαιωθεί κάποια αμελητέα παράβαση, ώστε να μην γίνει αντιληπτό από έτερους καταστηματάρχες και μη εμπλεκόμενους δημοσίους υπαλλήλους (ή αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης) ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με τον έλεγχο.
Επιπροσθέτως, πέραν των συμβατικών τηλεφωνικών συνομιλιών τους, για τις επικοινωνίες τους και τον συντονισμό των παράνομων δραστηριοτήτων τους, χρησιμοποιούσαν και διαδικτυακές εφαρμογές, αποκρύπτοντας έτσι το περιεχόμενο των συνομιλιών τους και λεπτομέρειες αναφορικά με τη δράση τους. Ιδιαίτερη προσοχή έδειχναν στις συνομιλίες με τους δημοσίους υπαλλήλους, στις οποίες απέφευγαν να αναφέρονται σε χρηματικά ποσά και πάντα τους υποδείκνυαν να μιλήσουν είτε δια ζώσης, είτε μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, όπου ως επιπλέον μέτρο προστασίας χρησιμοποιούσαν μηνύματα που διαγράφονται αυτόματα μετά την παρέλευση χρονικού ορίου.
Αναφορικά με το οικονομικό όφελος που αποκόμιζε η εγκληματική οργάνωση και τον μετέπειτα διαμοιρασμό των παράνομων κερδών στα μέλη της, διακριβώθηκε ότι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος κατέβαλαν στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν από 6.000 έως και 16.000 ευρώ ανά έτος, ανάλογα με το είδος τους, εάν είχαν παρελθοντικές παραβάσεις, και εν γένει αναλόγως με τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε για την προστασία τους από τους επερχόμενους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών.
Ακόμα, οι ιδιοκτήτες των περιπτέρων κατέβαλαν 1.500 ευρώ ανά έτος ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις όπου ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και λοιπών οικημάτων, είτε ολοκληρωμένων είτε υπό κατασκευή, από 1.000 έως και 35.000 ευρώ ανά περίπτωση παράνομης ενέργειας ή παράλειψης από τους δημοσίους υπαλλήλους – μελών της οργάνωσης (μη βεβαίωση παραβάσεων, σύνταξη ψευδών βεβαιώσεων, παράνομη αρχειοθέτηση εγγράφων, αθέμιτη επιρροή σε συμβούλια για την έκδοση αδειών).
Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στη συνέχεια διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν ενδεικτικά τα κάτωθι ποσά για την παράνομη δράση τους:
➢ Υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας: από 3.000 έως και 6.000 ευρώ ανά κατάστημα, ανά έτος.
➢ Υπάλληλος Υπηρεσιών Δόμησης: από 1.000 έως και 2.500 ευρώ ανά περίπτωση.
➢ Υπάλληλοι Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου: από 250 έως και 2.000 ευρώ ανά περίπτωση.
➢ Υπάλληλοι Υπουργείου Πολιτισμού: από 6.000 έως και 10.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας της Υπηρεσίας, διακριβώθηκαν τουλάχιστον 47 περιπτώσεις (καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, περιπτέρων, ξενοδοχείων) που αναδεικνύουν την παράνομη δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης. Από το συλλεχθέν προανακριτικό υλικό εκτιμάται ότι το συνολικό όφελος της οργάνωσης ανά έτος ξεπερνά το χρηματικό ποσό των 700.000 ευρώ.