Ενα από τα θέματα που περνάνε «αθόρυβα» στον δημόσιο διάλογο είναι εκείνο των μισθών
Των μισθών που χάνονται λόγω της ακρίβειας, όταν με τα ίδια χρήματα οι πολίτες αγοράζουν λιγότερα αγαθά. Ο πληθωρισμός ανεβάζει τις τιμές, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αγοραστική δύναμη, ο λεγόμενος «πραγματικός μισθός». Μπορούμε να υπολογίσουμε ότι με τον πληθωρισμό, τα δύο τελευταία χρόνια ένας άνθρωπος με τον μέσο μισθό έχει χάσει περίπου το 8%-15% της αγοραστικής του δύναμης. Με άλλα λόγια, ο πραγματικός του μισθός έχει μειωθεί κατά το ποσοστό αυτό.
Ο υπολογισμός αυτός γίνεται χονδρικά και κατά προσέγγιση, αφού οι πραγματικές απώλειες για τον καθένα εξαρτώνται από πολλούς ιδιαίτερους παράγοντες, όπως το προφίλ κατανάλωσης που έχει. Κάποιος που ξοδεύει το μισό ή και παραπάνω εισόδημά του σε στέγαση, καύσιμα, τρόφιμα και πληρωμή δανείων, θα έχει μεγαλύτερες απώλειες διότι τα αγαθά αυτά ακρίβυναν περισσότερο από τον μέσο όρο. Τούτο συμβαίνει κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, που δαπανούν σχεδόν το σύνολο των χρημάτων τους στα απαραίτητα αγαθά, τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις.
Εάν είχαν γίνει μειώσεις ονομαστικών μισθών 8%-15%, θα είχε γίνει «επανάσταση». Οταν όμως οι ίδιες απώλειες έρχονται μέσα από την ακρίβεια, οι πολίτες δεν συνειδητοποιούν ότι χάνουν, δεδομένου ότι έχουν τα ίδια χρήματα στην τσέπη.
Στην πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια όλοι χάνουμε χρήματα. Οσοι έχουν τη δυνατότητα να τα αναπληρώσουν το κάνουν, όπως όσοι μπορούν να αυξήσουν τις τιμές πώλησης των προϊόντων ή των υπηρεσιών που διαθέτουν. Ωστόσο η πλειονότητα των εργαζομένων δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι τέτοιο. Κάποιοι έχασαν το ισοδύναμο ενός μηνιαίου μισθού τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της ακρίβειας. Κάποιοι ίσως παραπάνω.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, οι σχετικές απώλειες (ως ποσοστό) είναι μεγαλύτερες για τα μεσαία εισοδήματα (1.200-1.500 ευρώ) σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται στον κατώτατο μισθό, διότι ο τελευταίος αυξήθηκε, ενώ οι υψηλότεροι μισθοί όχι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι χαμηλόμισθοι είναι συνολικά σε καλύτερη μοίρα, καθώς στην πραγματικότητα η επιβίωση με τον κατώτατο μισθό είναι οριακή – αν όχι αδύνατη.
Το γεγονός όμως είναι ότι όλοι οι μισθωτοί έχουν χάσει ένα σημαντικό ποσοστό του μισθού τους χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αλλά και χωρίς να γίνεται πραγματική πολιτική συζήτηση για την αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ύστερα από σχεδόν τρία χρόνια πληθωρισμού, ακρίβειας και μείωσης των πραγματικών μισθών, το ζήτημα δεν είναι στην ημερήσια πολιτική διάταξη όλων των πολιτικών κομμάτων, κυρίως δε εκείνων της Αριστεράς. Η ακρίβεια στον δημόσιο διάλογο αντιμετωπίζεται όπως η βροχή και τα άλλα φυσικά φαινόμενα.
Το πρόβλημα, βέβαια, καθώς και η απουσία του από το πολιτικό προσκήνιο δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζονται διεθνώς από τη δεκαετία του 1990, με κατάργηση πολλών εργασιακών δικαιωμάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η εργασία υποβιβάζεται σταδιακά, προς όφελος της όσο το δυνατόν πιο ελεύθερης και απρόσκοπτης λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Στην Ελλάδα, λόγω χαμηλής παραγωγικότητας, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων περνάει μέσα από χαμηλές αμοιβές. Η δε χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται σε τεχνολογική και επενδυτική υστέρηση και πάντως όχι σε κάποια «τεμπελιά» των εργαζομένων, σύμφωνα με τον μύθο, που εντέχνως καλλιεργήθηκε στη διάρκεια των μνημονίων.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η αύξηση των εταιρικών κερδών, η οποία προβάλλεται ως δείκτης επιτυχίας -και σε σημαντικό βαθμό είναι- οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη χαμηλή αμοιβή της εργασίας.
Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για τα πολιτικά κόμματα να αναδείξουν λύσεις. Και όχι μόνο σε επίπεδο συνθημάτων και διακηρύξεων, αλλά με συγκεκριμένες προτάσεις οι οποίες θα είναι εφαρμόσιμες και συμβατές με το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, το οποίο, δυστυχώς, εξοβελίζει τους εργαζόμενους, τους απλούς ανθρώπους, από την πολιτική και οικονομική «εξίσωση».
Δεν αρκεί, όμως, η καταγγελία. Χρειάζονται λύσεις. Αυτό είναι πολιτική. Να δίνει λύσεις στα προβλήματα των ανθρώπων.
Το τυρί φέτα εξελίσσεται σε είδος πολυτελείας, αλλά η απάντηση στα αιτήματα για μισθολογικές αυξήσεις είναι ότι δεν το αντέχει η οικονομία, η επιχείρηση ή ότι διακυβεύεται η αναβάθμιση.
Πού είναι ο πολιτικός αντίλογος;