Το σχέδιο του Τραμπ επικεντρώνεται στη μείωση της επιρροής των παραδοσιακών θεσμών, όπως το Κογκρέσο και η Γερουσία, και στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.
Σύμφωνα με την Washington Post:
«Ο Τραμπ σκοπεύει να διορίσει αξιωματούχους απευθείας σε κρίσιμες θέσεις κατά τη διάρκεια των διακοπών του Κογκρέσου, χρησιμοποιώντας έναν μηχανισμό που επιτρέπει σε διορισμένους να υπηρετούν για δύο χρόνια χωρίς έγκριση της Γερουσίας».
Ο Τραμπ επίσης έχει δεσμευτεί να ανατρέψει τον Νόμο για Έλεγχο των Κατακρατήσεων του 1974, που αποτρέπει τους προέδρους από το να παρακρατούν εγκεκριμένα κονδύλια με στόχο να ανακτήσει την εκτελεστική εξουσία πάνω στις ομοσπονδιακές δαπάνες.
Τα αμερικανικά μέσα αναφέρουν ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να ελέγξει τους ανεξάρτητους οργανισμούς, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών και να περιορίσει τη δύναμη τους.
Οι επικριτές του Τραμπ περιγράφουν την προσέγγιση του Τραμπ ως «άνευ προηγουμένου αρπαγή εξουσίας», με δυνατότητα αποσταθεροποίησης της ισορροπίας εξουσίας.
Όσο για τις απόψεις των Ρεπουμπλικανών, υπάρχουν ορισμένοι όπως ο Γερουσιαστής Ραντ Πολ από το Κεντάκι, που υποστηρίζουν τη μείωση της ομοσπονδιακής γραφειοκρατίας, υπάρχουν όμως και άλλοι που ανησυχούν για την παράκαμψη των συνταγματικών κανόνων.
Όσον αφορά τα ΜΜΕ, υπάρχουν ανησυχίες σε αρκετούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς ότι ο Τραμπ θα επιδιώξει την ανάκληση αδειών μετάδοσης μέσων που θεωρεί προκατειλημμένα.
Η δεύτερη θητεία του Τραμπ σηματοδοτεί μια προσπάθεια αναμόρφωσης των ομοσπονδιακών εξουσιών, αμφισβητώντας τους συνταγματικούς κανόνες και τις παραδοσιακές δομές διακυβέρνησης.
Παρόλο που οι ενέργειές του βρίσκουν υποστήριξη, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον των θεσμικών ελέγχων στην αμερικανική δημοκρατία.
Διχασμός στο Δημοκρατικό κόμμα μετά την εκλογική ήττα
Εν τω μεταξύ, το Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται σε κρίση μετά τη σημαντικά ήττα στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές.
Η ήττα της Αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις από τον Ντόναλντ Τραμπ έχει εντείνει τις μακροχρόνιες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ προοδευτικών και κεντρώων, με τις δύο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται και να διαφωνούν για τη μελλοντική πορεία του κόμματος.
Η ένταση μεταξύ της προοδευτικής αριστεράς και του κεντρώου κατεστημένου του κόμματος κλιμακώθηκε μετά τις εκλογές. Ο Γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς επέκρινε την εκστρατεία της Χάρις ότι εγκατέλειψε τους εργαζόμενους, δίνοντας προτεραιότητα στις κεντρώες πολιτικές.
Οι επικριτές της Χάρις, όπως ο βουλευτής Ρο Κάνα, κατηγόρησαν την εκστρατεία της Χάρις ότι απέτυχε να επικεντρωθεί σε οικονομικά ζητήματα, όπως οι μισθοί, η βιομηχανική παραγωγή και οι οικονομικές ανισότητες.
Αντ’ αυτού, η εκστρατεία δαπάνησε υπέρογκα ποσά σε διασημότητες και συναυλίες, κάτι που θεωρήθηκε άσχετο από τις ανησυχίες των ψηφοφόρων.
Παρά τη σημαντική χρηματοδότηση, η εκστρατεία επικρίθηκε για το ότι επένδυσε περισσότερο σε συμβούλους παρά σε ουσιώδεις δράσεις.
Οι προοδευτικοί διαμαρτυρήθηκαν ότι παραγκωνίστηκαν από την εκστρατεία.
Η Χάρις σπάνια συμβουλευόταν βασικά προοδευτικά στελέχη, όπως τον Σάντερς, σχετικά με το πώς να προσεγγίσει την εργατική τάξη και τους οικονομικά απογοητευμένους ψηφοφόρους. Επίσης σύμφωνα με τους προοδευτικούς του κόμματος, προτάσεις, όπως μια πιο τολμηρή στάση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αγνοήθηκαν, εντείνοντας την απογοήτευση της προοδευτικής πτέρυγας.
Οι Δημοκρατικοί αδιαμφισβήτητα δυσκολεύτηκαν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά τις οικονομικές τους επιτυχίες, με τους ψηφοφόρους να αντιλαμβάνονται μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα στην προτεινόμενη πολιτική του Τραμπ.
Ποια όμως θα είναι η πορεία προς τα εμπρός;
Το διχασμένο Δημοκρατικό κόμμα αναζητά κατεύθυνση ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026.
Το ερώτημα είναι εάν θα μπορέσουν οι προοδευτικοί και κεντρώοι του κόμματος να συμφιλιωθούν.
Πηγή: https://www.cnn.gr/