Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση αντιπροσώπευσης και είναι μία βαθιά διχασμένη χώρα.
Ο Donald Trump είναι πραγματιστής και για αυτό θα κερδίσει τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024.
Δεν το δείχνουν μόνο οι τάσεις, οι δημοσκοπήσεις και το ρεύμα των τελευταίων ημερών.
O Trump θα κερδίσει με 308 εκλέκτορες γιατί κατά την πρώτη του θητεία απέδειξε ότι ήταν πραγματικά μοναδικός μεταξύ των σύγχρονων ηγετών των ΗΠΑ.
Θα κερδίσει γιατί οι Αμερικανοί πολίτες βιώνουν τρομερή απογοήτευση από τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι υπό τον Biden κατέστρεψαν την οικονομία, ενέπλεξαν τη χώρα σε αχρείαστους πολέμους (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) με δυσβάσταχτα κόστη.
Στο πλαίσιο αυτό, η επιστροφή του Trump στον Λευκό Οίκο δεν είναι ασυνήθιστη.
Είναι ο μόνος που μπορεί να ανατάξει μία χώρα τραυματισμένη και αποπροσανατολισμένη.
Σε βαθύτατη κρίση η αμερικανική κοινωνία
Οι ΗΠΑ είναι μία ομοιόμορφα διαιρεμένη χώρα σε κατάσταση ψυχρού εμφυλίου πολέμου επισημαίνει σε ανάλυσή του στο Flagerlive ο συγγραφέας Pierre Tristam.
Το ότι αρκετοί Αμερικανοί δεν ενδιαφέρονται πλέον για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα έπρεπε να είναι το κύριο θέμα συζήτησης, σύμφωνα με τον ίδιο.
Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν γνωρίζουν ποιοι είναι το 99% των εκπροσώπων τους και δεν τους νοιάζει.
Εμπιστεύονται περισσότερο την αγαπημένη τους πηγή παραπληροφόρησης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρά στις απόψεις των φίλων τους ενώ απορρίπτουν τη συγκατάβαση των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Οι Δημοκρατικοί οδήγησαν τις ΗΠΑ σε παρακμή
Όσο περισσότερο οι New York Times μιλούν για τον φασισμό του Trump, τόσο περισσότερο οι απογοητευμένοι από τη δημοκρατία μισούν τη συγκεκριμένη εφημερίδα και λατρεύουν τον Trump.
Υπό την ηγεσία των Δημοκρατικών οι ΗΠΑ έφτασαν σε βαθύτατη παρακμή.
Ανεξέλεγκτοι πόλεμοι, τεράστιες ανισότητες και χρέος.
«Οι Αμερικανοί πληρώνουν περισσότερα μόνο για τους τόκους του αυξανόμενου χρέους τους (1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως) από όσα καταβάλλουν για τον στρατό ή το Medicare.
Αυτό δεν είναι βιώσιμο σε κανένα σενάριο» επισημαίνει ο Tristam.
«Δεν είμαστε πλέον ικανοί να επηρεάσουμε τη διεθνή σκηνή.
Είναι θέμα χρόνου ο Putin να προσαρτήσει την Ουκρανία, η Κίνα να διεκδικήσει εκ νέου την Ταϊβάν και το Ισραήλ να εξαφανίσει την Παλαιστίνη», εκτιμά ο συγγραφέας.
Όσο περισσότερο ο φιλελευθερισμός πρόβαλλε την αυτο-απέχθειά, τόσο εντονότερη ήταν η ανάγκη στις ΗΠΑ για μία επανεκκίνηση.
Ρεαλιστής και σύγχρονος ηγέτης ο Trump
Κατά την πρώτη του θητεία ως πρόεδρος, ο Trump απέδειξε ότι ήταν πραγματικά μοναδικός μεταξύ των σύγχρονων ηγετών των ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με οποιονδήποτε πρόεδρο πριν από αυτόν στη μετά το 1945 εποχή, ήταν δύσπιστος για τις συνθήκες και τις συμμαχίες, προτιμώντας τον ανταγωνισμό από τη συνεργασία.
Καθόρισε το εθνικό συμφέρον να αποκλείσει πράγματα όπως η διάδοση φιλελεύθερων αξιών και στρατιωτικές ή ανθρωπιστικές παρεμβάσεις.
Δεν θεωρούσε τις ΗΠΑ ως θεϊκή παρεμβατική δύναμη για τους δεινοπαθούντες στο εξωτερικό.
Αντίθετα, έστρεψε την εστίαση της Ουάσιγκτον στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και στην ανάκτηση των παγκόσμιων πλεονεκτημάτων ισχύος των ΗΠΑ.
Ήταν, με άλλα λόγια, ένας αληθινός ρεαλιστής, κάποιος που αποφεύγει τις ιδεαλιστικές και ιδεολογικές απόψεις των παγκόσμιων υποθέσεων υπέρ της πολιτικής εξουσίας.
Στην πρώτη θητεία του Trump, αυτές οι ρεαλιστικές παρορμήσεις σβήστηκαν και μερικές φορές σταματούσαν από τα γεράκια-στελέχη της εθνικής ασφάλειας και του deep state που δεν συμμερίζονταν το όραμά του. Αλλά έχοντας μάθει ότι το προσωπικό τους κάνει πολιτική, ο Trump δεν θα ξανακάνει αυτό το λάθος.
Αντίθετα, η επόμενη κυβέρνησή του θα οδηγήσει στην ίσως την πιο συγκρατημένη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη σύγχρονη ιστορία.
Εντυπωσιακό ιστορικό στην αποφυγή της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ
O Trump έχει ένα εντυπωσιακό ιστορικό στην αποφυγή της χρήσης αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης.
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι περισσότερο ανθρωπιστής από τους προκατόχους του, αλλά επειδή βλέπει την παγκόσμια πολιτική περισσότερο με γεωοικονομικούς όρους παρά με γεωστρατηγικούς, και έτσι προσπαθεί να διεξάγει τη σύγκρουση με οικονομικά και όχι στρατιωτικά μέσα επισημαίνουν σε ανάλυσή τους οι Andrew Byers συνεργάτης του Πανεπιστημίου Texas A&M και Randall Schweller καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Ohio.
Ο Trump το 2019, μιλώντας για το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα είπε:
«Θέλω να εισβάλω, αν χρειαστεί, οικονομικά.
Έχουμε τεράστια οικονομική δύναμη.
Αν μπορώ να λύσω τα πράγματα οικονομικά, αυτός είναι ο τρόπος που το θέλω».
Από το 2015, όταν όλη η Ουάσιγκτον βρισκόταν υπό την επιρροή απεριόριστων ελεύθερων συναλλαγών, ο Trump προειδοποίησε για τους κινδύνους των οικονομικών εξαρτήσεων, που συσσωρεύτηκαν επί δεκαετίες απελευθέρωσης, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για γεωπολιτική μόχλευση.
(Οι ΗΠΑ βασίζονται, για παράδειγμα, σε ξένες χώρες για ενέργεια, ιατρικό εξοπλισμό, ημιαγωγούς και κρίσιμα ορυκτά.)
Τόνισε επίσης την τεράστια δύναμη που ασκούν οι ΗΠΑ με τη μορφή δασμών, κυρώσεων, πρόσβασης στο δολάριο και τον έλεγχο των παγκόσμιων οικονομικών δικτύων.
Μόλις ανέλαβε την εξουσία, χρησιμοποίησε την αμερικανική οικονομική ισχύ, που συνήθως θεωρείται ως ένας τρόπος για να δελεάσει άλλους να ενταχθούν στο πολυμερές σύστημα ελεύθερων συναλλαγών, ως ραβδί για να τιμωρήσει εκείνους που κορόιδεψαν την Ουάσιγκτον κατά τη δεκαετία του 1990 και την πρώτη δεκαετία του 21oυ αιώνα.
«Διορθώνουμε τα λάθη του παρελθόντος και προσφέρουμε ένα μέλλον οικονομικής δικαιοσύνης και ασφάλειας για τους Αμερικανούς εργάτες, αγρότες και οικογένειες
Έπρεπε να είχε συμβεί πριν από 25 χρόνια», δήλωνε ο Trump κατά την υπογραφή της ενδιάμεσης εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα.
Τα πρώτα βήματα της νέας θητείας Trump
Ως συντηρητικός ρεαλιστής, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος σχετικά με το τι πραγματικά έχει σημασία για την Ουάσιγκτον και να αποφεύγει βήματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρατιωτική σύγκρουση.
«Ο Trump μπορεί να ξεκινήσει εστιάζοντας στην Κίνα.
Η επίτευξη μιας σχέσης με το Πεκίνο που διασφαλίζει την αμερικανική ευημερία και δεν αυξάνει την πιθανότητα πολέμου μπορεί να είναι η υπέρτατη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.
Το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον αμφισβητούν την παγκόσμια οικονομική και πολιτική ηγεσία και υπάρχουν πολλά σημεία ανάφλεξης μεταξύ τους.
Αλλά κανένα από αυτά δεν πρέπει να οδηγήσει σε σύγκρουση.
Το πρωταρχικό σημείο στρατιωτικής διαμάχης -η μοίρα της Ταϊβάν- δεν απαιτεί στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ οφείλουν να οπλίσουν το νησί ώστε να αποτρέψουν και ελπίζουμε να νικήσουν μια κινεζική εισβολή.
Ωστόσο, η Ταϊβάν δεν είναι σύμμαχος των ΗΠΑ, και επομένως η Ουάσιγκτον δεν θα πρέπει να διακινδυνεύσει πόλεμο με την Κίνα για να την υπερασπιστεί», επισημαίνουν οι δύο καθηγητές.
Η Ρωσία δεν είναι υπαρξιακή απειλή, θα σταματήσουν οι λευκές επιταγές στην Ουκρανία
«Με άλλους αντιπάλους των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εμπλακεί ακόμη λιγότερο.
Η Ρωσία μπορεί να είναι στρατιωτικά επικίνδυνη, αλλά δεν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τις ΗΠΑ – γεγονός που έχει καταστήσει σαφές η μεσαία επίδοσή της στην Ουκρανία.
Επομένως, δεν έχει νόημα για την Ουάσιγκτον να συνεχίσει να παραχωρεί λευκές επιταγές στο Κίεβο, ειδικά όταν οι Ευρωπαίοι γείτονες της Ουκρανίας είναι τόσο πλούσιοι.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να ασκήσουν σημαντική πίεση σε αυτές τις χώρες για να αρχίσουν να πληρώνουν για την άμυνα της Ουκρανίας, δεδομένου ότι είναι τα κράτη που απειλούνται πραγματικά από τη Μόσχα», υποστηρίζουν Byers και Schweller.
Η πραγματικότητα είναι ότι, μετά από σχεδόν 80 χρόνια ηγεσίας των ΗΠΑ, ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια μεταβατική φάση από την ηγεμονική τάξη σε μια αποκατάσταση ισορροπίας δυνάμεων.
Όπως όλα τα προηγούμενα συστήματα ισορροπίας δυνάμεων, αυτό θα χαρακτηρίζει την παγκόσμια διαφωνία, τη δυσαρμονία και τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων.
Σήμερα, μια τέτοια διαφωνία προέρχεται προφανώς από την Κίνα, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία.
Ωστόσο, η διατάραξη της παγκόσμιας σταθερότητας κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής φάσης δεν προέρχεται μόνο από τους ανερχόμενους αμφισβητίες αλλά και από τον ίδιο τον ηγεμόνα.
Για να αποτρέψει την παρακμή, η κυρίαρχη δύναμη υπονομεύει το δικό της σύστημα, το οποίο αρχίζει να βλέπει ως αποχετευτικό.
Γίνεται ολοένα και πιο απρόθυμη να δεχτεί την επιδότηση της ασφάλειας των συμμάχων και της ευημερίας του κόσμου γενικότερα.
Βλέπει όλο και περισσότερο την εμπορική πολιτική όχι από την άποψη της βελτιστοποίησης των τιμών, της αποτελεσματικότητας και των εταιρικών κερδών, αλλά ως προς το αν κάνει τη χώρα πιο αδύναμη ή ισχυρότερη, εάν βοηθά την εργατική τάξη να βρει και να διατηρήσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, εάν χτίζει είτε καταστρέφει κοινότητες, και εάν προκαλεί εμπορικά πλεονάσματα ή ελλείμματα.
Ένας ηγεμόνας σε παρακμή δεν πιστεύει πλέον ότι το εμπόριο είναι ελεύθερο.
Τη νίκη Trump δεν τη προεξοφλεί μόνο η ιστορική ανάγκη αλλά και οι δημοσκοπήσεις – τάσεις
Πλέον ο Trump λίγο πρίν τις εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 2024 έχει δημιουργήσει ισχυρό ρεύμα και προηγείται 0,4% με 48,4% έναντι 48,1% της Kamala Harris.
Πριν 4 με 5 εβδομάδες προηγείτο η Kamala Harris έως 3%…
Όμως ο Πρόεδρος κρίνεται από τους εκλέκτορες και εκεί φαίνεται ότι θα κάνει την μεγάλη διαφορά ο Trump.
Η εταιρία δημοσκοπήσεων AtlasIntel δίνει προβάδισμα 2 μονάδων στον Trump
Μάλιστα η AtlasIntel εκτιμάει ότι ο Trump θα κερδίσει και τις 7 κρίσιμες Πολιτείες
Pennsylvania 19 εκλέκτορες +1,7% Trump
Michigan 15 εκλέκτορες +1,5% Trump
Wisconsin 10 εκλέκτορες +1,3% Trump
North Karolina 16 εκλέκτορες +3,6% Trump
Georgia 16 εκλέκτορες +1,6% Trump
Arizona 11 εκλέκτορες +6,8% ο Trump
Nevada 6 εκλέκτορες +5,5% ο Trump
Η εταιρία δημοσκοπήσεων Rasmussen δίνει επίσης προβάδισμα 2 μονάδων στον Trump
Εκτιμά ότι ο Trump θα κερδίσει τις 6 από τις 7 κρίσιμες Πολιτείες χάνοντας μόνο στο Michigan.
Pennsylvania 19 εκλέκτορες + 2% Trump
Michigan 15 εκλέκτορες + 1% Harris
Wisconsin 10 εκλέκτορες + 3% Trump
North Karolina 16 εκλέκτορες +3% Trump
Georgia 16 εκλέκτορες + 5% Trump
Arizona 11 εκλέκτορες + 2% ο Trump
Nevada 6 εκλέκτορες + 2% ο Trump