Διαχρονικό παράπονο των Ελλήνων καταναλωτών είναι η εύκολη αύξηση της τιμής στα καύσιμα όταν το αργό πετρέλαιο ακριβαίνει και αντιθέτως η αργή μείωσή τους όταν πέφτει.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η τιμή της αμόλυβδης βρίσκεται σήμερα στo 1,977 ευρώ ανά λίτρο με την τιμή του Brent στα 87 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ όταν το αργό βρισκόταν προ αρκετών μηνών στα ίδια επίπεδα η βενζίνη ήταν μόλις 1,75 ευρώ.
Το παράδοξο φαινόμενο στα καύσιμα αποδίδεται σε διαφορετικούς παράγοντες αναλόγως του ποιον θα ρωτήσει κανείς.
Ο κλάδος της διΰλισης επισημαίνει ότι η τιμή του Brent δεν αντικατοπτρίζει απόλυτα το τι ισχύει για τις εισαγωγές της Ελλάδας, καθώς χώρες όπως η Σ. Αραβία πωλούν σε διαφορετικές τιμές αναλόγως της κάθε περιοχής. Στην περίπτωσή μας, ισχύει μια τιμή για την περιοχή της Μεσογείου που ενδέχεται να διαφέρει από την αντίστοιχη του Brent.
Από εκεί και πέρα, τονίζεται ότι παρόλο που το αργό πετρέλαιο έχει καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση της τιμής, εντούτοις δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας. Υπάρχει παράλληλα η αγορά των καυσίμων που είναι διεθνής και ακολουθεί τους δικούς της κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το αργό πετρέλαιο είναι φθηνό σε μια χρονική συγκυρία, μπορεί η τιμή του ντίζελ ή της βενζίνης να είναι ακριβή εφόσον υπάρχει έλλειψη στην παραγωγή τους.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ιδίως η αγορά του ντίζελ έχει “σφίξει”, ενώ οι πρόσφατες επιθέσεις της Ουκρανίας σε ρωσικά διϋλιστήρια εντείνουν το πρόβλημα σε ένα βαθμό.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και η εποχιακή ζήτηση για καύσιμα που αλλάζει μέσα στο έτος και έχει τη σημασία της κατά τη σύγκριση.
Έπειτα, θα πρέπει να επισημάνουμε τις διαχρονικές παθογένειες της εγχώριας αγοράς καυσίμων με το λαθρεμπόριο και τη νοθεία να ακμάζει. Οι πρακτικές αυτές δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ επαρκώς από τις αρχές, παρά τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν κατά καιρούς.
Η αδυναμία καταπολέμησης των παραβατικών συμπεριφορών προσθέτει δομικά στο κόστος που πληρώνει ο καταναλωτής, αφού δεν επιτρέπει τον ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση δίκαιων τιμών.
Από την πλευρά τους, οι πρατηριούχοι επισημαίνουν ότι τα περιθώριά τους είναι πολύ μικρά, ενώ ήδη έχει κλείσει αριθμός πρατηρίων ανά τη χώρα επειδή δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά. Οι ίδιοι κατηγορούν τις εταιρείες εμπορίας και τα διϋλιστήρια για τη διαμόρφωση των τιμών, θεωρώντας ότι το “ψάρι βρωμάει από το κεφάλι”.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν προχωρούν σε περιοδικές “ακτινογραφίες” της αγοράς των καυσίμων σε όλο το μήκος και το πλάτος της. Ως εκ τούτου δεν είναι εύκολο να προκύψει μια συνολική συστημική εικόνα και να αποδοθούν ευθύνες.
Κατ’ επέκταση, έχουμε σήμερα μια κατάσταση όπου πρατηριούχοι, έμποροι και διϋλιστήρια μπορούν να ρίχνουν το μπαλάκι ο ένας στον άλλο, με τον καταναλωτή να βγαίνει μόνιμα ζημιωμένος.