Το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να συρθεί στον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας, Ρούμεν Ράντεφ, μιλώντας στην εναρκτήρια συνεδρία του 28th Annual Economist Government Roundtable, σημειώνοντας πως θα πρέπει να υπάρξει επιστροφή στη διπλωματία.
«Το ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να μπει σε αυτόν τον πόλεμο, ιδιαίτερα με στρατεύματα επιτόπου και δεν θα πρέπει να συρθεί σε αυτόν τον πόλεμο γιατί μία άμεση σύγκρουση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας μπορεί να οδηγήσει σε μία παγκόσμια σύγκρουση με πυρηνικά όπλα, που θα έχει συνέπειες, που δεν θα είναι υπέρ ούτε της Ευρώπης ούτε της Ουκρανίας», τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ντάνιελ Φράνκλιν (Daniel Franklin), executive editor and senior editor του «The Economist», ο κ. Ράντεφ επεσήμανε ότι «χρειαζόμαστε το συντομότερο δυνατόν να επιστρέψουμε στη διπλωματία και να προετοιμάσουμε το έδαφος για συζητήσεις έτσι ώστε να αποφύγουμε αυτό το σημείο στο μέλλον», υπογραμμίζοντας πως «η διπλωματία και ο διάλογος προσφέρουν πολύ περισσότερες οδούς επίλυσης στο μέλλον απ’ ό,τι ο πόλεμος».
Υποστήριξε, δε, πως «χρειάζεται επίσης να εμπλακούμε στρατηγικά στις διαπραγματεύσεις» αλλά και «να αλλάξουμε την εστίασή μας, από το να κερδίσουμε στον πόλεμο στο να κερδίσουμε την ειρήνη». Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί το έδαφος ώστε όταν έρθει η στιγμή για διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, στιγμή που θα αποφασίσει η Ουκρανία, όπως ξεκαθάρισε, να υπάρχει ένα ισχυρό διπλωματικό οπλοστάσιο για το Κίεβο.
Αφού σημείωσε ότι κανείς πριν από δυόμισι χρόνια δεν θα μπορούσε να φανταστεί έναν καταστροφικό πόλεμο στην Ευρώπη, όπως αυτός της Ουκρανίας, αλλά και τις τραγικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο κ. Ράντεφ τόνισε πως σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο οι βασικοί αντικειμενικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι η ασφάλεια, η σταθερότητα και η ευημερία.
«Κάθε μέρα του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί μία απειλή για την ειρήνη. Ο πόλεμος αυτός έχει ήδη εξελιχθεί σε πόλεμο φθοράς, σε μία παγκόσμια οικονομική σύγκρουση, η οποία παράγει πόνο, καταστροφή» επεσήμανε ο πρόεδρος της Βουλγαρίας. Υπενθύμισε, δε, πως η χώρα του καταδίκασε από την πρώτη ημέρα τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και μίλησε για μία σειρά από εσφαλμένους στρατηγικούς υπολογισμούς τόσο από την πλευρά της Ρωσίας όσο και από την πλευρά της Ευρώπης.
Αναφερόμενος στην Ευρώπη, υπογράμμισε:
«Εμείς, από την άλλη πλευρά, υποτιμήσαμε την ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας και του στρατιωτικού συμπλέγματος. Όλοι μας θυμόμαστε κορυφαίους ηγέτες να προβαίνουν σε εις βάθος αναλύσεις, σύμφωνα με τις οποίες, με τις πολύ βαριές κυρώσεις η ρωσική οικονομία θα καταρρεύσει σε λίγους μήνες και ότι ενδεχόμενα η Ρωσική Ομοσπονδία θα κατέρρεε και η ίδια.
Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο […] Η συνολική ανάπτυξη της ΕΕ πέρυσι ήταν πολύ χαμηλότερη από αυτήν της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Δεν ξέρω αν το 3,6% που ανακοινώθηκε από τη Ρωσία ως ρυθμός ανάπτυξης ισχύει αλλά η στρατιωτική βιομηχανία της Ρωσίας σήμερα παράγει πολύ περισσότερες οβίδες και γενικά εξοπλισμό από ό,τι παράγουμε όλοι εμείς μαζί».
Στάθηκε, όμως, και στους χειρισμούς του Κιέβου, σημειώνοντας πως οι Ουκρανοί ηγέτες υποτίμησαν κάποιες από τις βασικές αρχές της επιχειρησιακής τέχνης.
«Η πολυδιαφημιζόμενη ουκρανική αντεπίθεση μετατράπηκε σε μία τεράστια απώλεια ανθρώπων και εξοπλισμού χωρίς να επιτευχθεί οποιαδήποτε πρόοδος στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, η Ρωσία πήρε και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων και προφανώς τώρα πρέπει να επανεκτιμήσουμε την προσέγγισή μας για τη συγκεκριμένη πολεμική σύγκρουση και να επιστρέψουμε στις διαπραγματεύσεις, στη διπλωματία όσο το δυνατόν πιο νωρίς», τόνισε ο κ. Ράντεφ.