Κατηγορείται ευθέως η Κυβέρνηση – Ενόχληση στο Υπουργείο Εξωτερικών από την αρνητική για την Ελλάδα έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΗΠΑ.
Και Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έρχονται κατηγορίες κατά της Κυβερνήσεως για ζητήματα διαφθοράς και ελευθερίας του Τύπου.
Ειδικότερα αρνητική είναι η έκθεση του Σταίητ Ντηπάρτμεντ που δόθηκε στη δημοσιότητα και που θεωρεί την διαφθορά μεγάλο πρόβλημα για την χώρα, ενώ αναφέρεται και σέ πιέσεις πού ασκούνται προς δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, καθώς και σέε παρακολουθήσεις.
Ειδικότερα, σχετικά προς την διαφθορά, στην έκθεση αναφέρεται ότι από χιλιάδες καταγγελίες πού έχουν γίνει, ελάχιστες έφθασαν στην Δικαιοσύνη.
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται: «Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (NTA) επέβλεψε την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (NACAP) για την περίοδο 2022-2025, διεξήγαγε έρευνες και παρακολούθησε την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τίς δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων και τίς δραστηριότητες πιέσεως.
Στην Γενική Διεύθυνση της Μονάδας Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών ανατέθηκαν υποθέσεις απάτης και διαφθοράς. Η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων διερεύνησε τη διαφθορά εντός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων για τα όργανα επιβολής του νόμου διερεύνησε εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς, πού διαπράχθηκαν από τίς Αρχές επιβολής του νόμου.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν το ανώτατο οικονομικό δικαστήριο και όργανο ελέγχου όσον αφορά την χρήση των δημοσίων πόρων.
Το 2022 η NTA έλαβε 3.513 καταγγελίες για εικαζόμενη διαφθορά, απάτη καίι κακοδιοίκηση (3.057 το 2021) και πραγματοποίησε 575 ελέγχους και επιθεωρήσεις (393 το 2021), εκ των οποίων οι 13 (21 το 2021) παραπέμφθηκαν για δίωξη.
Υπήρξαν 32 καταδικαστικές αποφάσεις είτε σέ εφετεία είτε σέ πρωτόδικο επίπεδο (24 τό 2021) και 15 αθωωτικές αποφάσεις (21 τόο 2021). Η φυλάκιση ανεστάλη σε 28 από τίς 32 υποθέσεις καταδίκης.
Τον Φεβρουάριο το κοινοβούλιο ψήφισε νέο νόμο πού συστηματοποιεί τη διαδικασία δήλωσης περιουσιακών στοιχείων. Τρείς μήνες νωρίτερα, ψήφισε νομοθεσία για την προστασία όσων κάνουν καταγγελίες, σύμφωνα με οδηγία της ΕΕ.
Ο νόμος για τούς καταγγέλλοντες ανέθεσε στο NTA τη λήψη, τη διαχείριση και την παρακολούθηση καταγγελιών για διαφθορά. Ο νόμος επέβαλλε γραπτούς, προφορικούς και διαδικτυακούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι υπάλληλοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μπορούσαν να υποβάλουν ανησυχίες.
Οι πιο αξιοσημείωτες υποθέσεις διαφθοράς κατά τη διάρκεια του έτους (2023) αφορούσαν την Αστυνομία. Στις 29 Ιανουαρίου, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ντογιάκος διέταξε την διεξαγωγή προανάκρισης για δημοσίευμα Τύπου πού καταγγέλλονταν διασυνδέσεις μεταξύ υψηλόβαθμων αστυνομικών και αρχηγών εγκληματικών συμμοριών.
Στις 29 Μαΐου, οι Αρχές συνέλαβαν πέντε αξιωματικούς της συνοριακής αστυνομίας με κατηγορίες για συμμετοχή σε δίκτυο λαθρεμπορίας πού έφερνε μετανάστες από την Τουρκία».
Αναφορικά προς τα ζητήματα του Τύπου, υπό τον τίτλο «Πιέσεις σέ δημοσιογράφους και ΜΜΕ», η έκθεση αναφέρει: «Εγχώρια και διεθνή πρακτορεία ανέφεραν ότι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν πίεση για να αποφύγουν την κριτική της κυβέρνησης ή την αναφορά σκανδάλων.
Στις 12 Ιανουαρίου, η Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Dunja Mijatović, προέτρεψε τις Αρχές να διασφαλίσουν ότι “οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να εργάζονται με ασφάλεια και ελεύθερα”.
Τον Μάϊο, μία έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα ανέφερε ανησυχίες για υποκλοπές δημοσιογράφων, φερόμενες από τίς υπηρεσίες πληροφοριών και μέσω του λογισμικού παρακολούθησης, συγκέντρωσης ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, κυβερνητικό έλεγχο των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και βία κατά δημοσιογράφων, κυρίως όσων καλύπτουν διαμαρτυρίες και μετανάστευση».
Η έκθεση όμως αναφέρει και τίς συνήθεις καταγγελίες διαφόρων ΜΚΟ περί «απάνθρωπου» μεταχειρίσεως κρατουμένων στις φυλακές και αιτούντων άσυλο, καθώς και για βία εις βάρος μελών εθνικών ή φυλετικών μειονοτήτων.
Για την ενδοοικογενειακή βία σημειώνεται ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος αλλά εκφράζονται ανησυχίες ως προς την προστασία των θυμάτων και το χαμηλό ποσοστό καταδικών για βιασμούς.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι τα θύματα βίας λόγω φύλου είχαν ανεπαρκή πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου.
Σημειώνει όμως ότι η Κυβέρνηση επέβαλε αποτελεσματικά τούς νόμους πού προάγουν την ισότητα των φύλων, αν και σημειώθηκαν διακρίσεις, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα.
Εξ’ άλλου για τα άτομα με αναπηρία αναφέρεται ότι δεν μπορούσαν να έχουν επαρκή πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τα δημόσια κτήρια και τίς μεταφορές σέ ισότιμη βάση, παρά την νομοθεσία κατά των διακρίσεων.
Την έκθεση σχολίασε το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο σε ανακοίνωσή του σημειώνει πώς «η έκθεση καταγράφει, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, καταγγελίες μη κυβερνητικών οργανώσεων για τίς οποίες δεν πραγματοποιείται ανεξάρτητος έλεγχος».
Και προσθέτει: «Ακριβώς λόγω της αδιάκριτης αυτής καταγραφής, εμφανίζεται ότι σε όλες τίς χώρες με ανεπτυγμένο κράτος δικαίου υφίστανται σοβαρά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερα σημαντικό για την ακεραιότητα, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της έκθεσης είναι το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η άποψη της ελληνικής Πολιτείας σέ σχέση με τα αναφερόμενα θέματα».
πηγή: https://www.estianews.gr/