Η Ε.Ε. μπαίνει ξανά στον «γύψο» της λιτότητας από την οποία δεν έφυγε ποτέ

 

Στην ουσία η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις πολιτικές λιτότητας που μόνο αρνητικά αποτελέσματα έχουν φέρει μέχρι τώρα

Κακά μαντάτα από το Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο για την Ελλάδα και τις αδύναμες οικονομικά χώρες! Προ των πυλών η περαιτέρω φτωχοποίηση των πολιτών

Η απερχόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζουν μέσα στον Απρίλιο τους νέους δημοσιονομικούς κανονισμούς για την περίοδο 2024-2027. Τα «μαντάτα» είναι δυσάρεστα και «μυρίζουν» νέα εποχή λιτότητας για τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα τις οικονομικά αδύναμες, όπως η Ελλάδα. Οι κανόνες επαναφέρουν αυστηρούς περιορισμούς στο χρέος και στα ελλείμματα,(η Ελλάδα γνώρισε το πολύ σκληρό πρόσωπο της πολιτικής λιτότητας τα περασμένα χρόνια), που οδηγούν σε περικοπές των εθνικών Προϋπολογισμών και σε γενικότερη φτωχοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών.

Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), η μεγαλύτερη συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί τους εργαζομένους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημοσίευσε μια έκθεση-κόλαφο για όσα επιφυλάσσουν οι ταγοί της Ευρώπης στους πολίτες τους, τα κύρια σημεία της οποίας παρουσιάζει η «κυριακάτικη δημοκρατία», αναμένοντας τουλάχιστον τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Η πολυσέλιδη έκθεση της ETUC καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η ανάλυση αυτή αποκαλύπτει ότι η τελική πολιτική συμφωνία για τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. εισάγει αυστηρούς περιορισμούς στο χρέος και στα ελλείμματα, με αποτέλεσμα μόνο τρεις χώρες, οι Δανία, Σουηδία και Ιρλανδία, να είναι σε θέση να αντέξουν τις ανάγκες για κοινωνικές και πράσινες επενδύσεις με αυτούς τους κανόνες. Μόνο δύο επιπλέον χώρες, η Κροατία και η Λιθουανία, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κοινωνικές και πράσινες επενδυτικές ανάγκες αν οι επιχορηγήσεις στο πλαίσιο του RRF συνεχιστούν.

Αυτά τα συμπεράσματα δείχνουν ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να απορρίψουν την προσέγγιση αυθαίρετης ιεράρχησης της μείωσης των δεικτών χρέους και ελλείμματος, συμπιέζοντας τις κοινωνικές και κλιματολογικές προκλήσεις, καθώς και τις προκλήσεις στην απασχόληση. Τέτοιες περικοπές καθιστούν την Ευρώπη φτωχότερη, βλάπτουν τον ευρωπαϊκό κοινωνικό ιστό, την παραγωγική ικανότητα, και την ικανότητα επενδύσεων, προς όφελος μιας ενισχυμένης και πιο ανθεκτικής οικονομίας. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων αυξάνουν τις απαιτήσεις για δημόσιες επενδύσεις, ιδίως σε κοινωνικές υποδομές και πράσινες πρωτοβουλίες, για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και του μετριασμού των κλιματολογικών κινδύνων.

Για να ανταποκριθούν όλα τα κράτη-μέλη σε αυτές τις πρόσθετες απαιτήσεις χρηματοδότησης εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν ετησίως 300-420 δισεκατομμύρια ευρώ (2,1%-2,9% του ΑΕΠ της Ε.Ε.), με την προϋπόθεση ότι η χρηματοδότηση κατανέμεται τέλεια ανάμεσα στις χώρες, προκειμένου να καλύψουν το υπολογισμένο περιβαλλοντικό και κοινωνικό χάσμα. Αυτό θα μπορούσε να καλύπτεται από πιο ευέλικτους φορολογικούς κανόνες, νέα προοδευτική φορολογία και τη δημιουργία ενός μακροπρόθεσμου ευρωπαϊκού επενδυτικού ταμείου. Χωρίς δράση, αυτά τα κενά μόνο θα μεγεθυνθούν και θα προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα.

Η Ε.Ε. πρέπει να αντιμετωπίσει με τη διαδικασία τού κατεπείγοντος αυτό το θέμα».

Οι νέοι χρηματοδοτικοί κανόνες επιβάλλουν περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. είναι σχεδιασμένοι για να εξυπηρετούν τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Οι κανόνες βασίζονται στα κριτήρια του Μάαστριχτ, που απαιτούν από τις κυβερνήσεις να διατηρούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος κάτω από το 3% και το 60% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Δι’ αυτού του τρόπου υποβαθμίζονται οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις.

Όπως τονίζει η έκθεση της ETUC, «αποτυγχάνουν έτσι να δώσουν προτεραιότητα στις πιεστικές κοινωνικές, κλιματικές και δημογραφικές προκλήσεις, καθώς και στις προκλήσεις στην απασχόληση, μέσα σε ένα σκηνικό διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, επιτάχυνσης της κλιματικής αλλαγής και των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ευρώπη. Αν και ο στόχος ήταν να απλοποιηθούν οι κανόνες και να επιτραπεί κάποια ευελιξία στις κυβερνήσεις για να αυξήσουν το χρέος προς όφελος των δημόσιων επενδύσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας και, ως εκ τούτου, τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, ο τελικός συμβιβασμός περιλαμβάνει μια σειρά από αυστηρές απαιτήσεις για μείωση χρέους και ελλειμμάτων, οι οποίες περιορίζουν την ευελιξία των χωρών να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να ξεχρεώσουν. Αυτοί οι κανόνες θα απαιτούν από τις χώρες να ακολουθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές που οδηγούν σε περικοπές Προϋπολογισμών».

Στον Πίνακα 1 φαίνεται καθαρά με κόκκινο χρώμα η αδυναμία των κρατών-μελών να γεφυρώσουν το χάσμα στις επενδύσεις στον κοινωνικό και τον περιβαλλοντικό τομέα.
Αξίζει να τονιστεί και η τρέχουσα θέση του ΔΝΤ, το οποίο διαπιστώνει ότι, κατά μέσον όρο, αυτό το είδος της σταθεροποίησης δεν μειώνει τη σχέση χρέους προς το ΑΕΠ – αντ’ αυτού αυξάνει το συνολικό χρέος, βλάπτει την οικονομία και υποβαθμίζει τη βιωσιμότητα του χρέους.