Επιχείρηση «Wooden Leg»: Η ισραηλινή Αεροπορία «εκδικείται» την PLO

Η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο τον Ιούλιο του 1982 ανάγκασε την παλαιστινιακή οργάνωση PLO και τον ηγέτη της Γιάσερ Αραφάτ τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου να εγκαταλείψουν τη χώρα και να βρουν καταφύγιο στην Τυνησία

Αίτιο της εισβολής ήταν οι συχνές επιθέσεις των Παλαιστινίων με ρουκέτες, σε ισραηλινές πόλεις. Μετά την επικράτηση των ισραηλινών δυνάμεων στον Λίβανο, τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας εντός του λιβανικού εδάφους και την εκδίωξη της PLO, σταμάτησαν και οι επιθέσεις κατά των ισραηλινών πόλεων.

Όμως οι επιθέσεις Παλαιστινίων εξτρεμιστών κατά εβραϊκών στόχων δεν σταματήσαν. Το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1985 τρεις Παλαιστίνιοι της ειδικής ομάδας «Δύναμη 17» της PLO κατέλαβαν ένα γιοτ -στο οποίο επέβαιναν τρεις Ισραηλινοί τουρίστες-, το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στη μαρίνα της κυπριακής πόλης της Λάρνακας.

Οι τρεις Ισραηλινοί πολίτες δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ με πολλές σφαίρες, αφού πρώτα είχαν δεθεί πισθάγκωνα.

Η PLO αρνήθηκε ότι είχε οργανώσει και εκτελέσει τη συγκεκριμένη επίθεση, όμως ανέλαβε την ευθύνη για δυο άλλες βομβιστικές ενέργειες που είχαν προηγηθεί. Στις 22 Σεπτεμβρίου ένα όχημα γεμάτο εκρηκτικά εξερράγη σε γειτονιά της Ιερουσαλήμ, ενώ στις 26 του ιδίου μήνα, μια νέα έκρηξη βόμβας σε στάση λεωφορείου, πλησίον του νοσοκομείου της Ιερουσαλήμ, τραυμάτισε δυο πολίτες.

Εκτός των ανωτέρω τρομοκρατικών κτυπημάτων, υπήρξαν επιπλέον 32 επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών πολιτών, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο 8 άτομα και να τραυματιστούν άλλοι 25. Μετά από αυτές τις συνεχείς επιθέσεις, η ισραηλινή ηγεσία αποφάσισε να δράσει εκ νέου εναντίον της «καρδιάς» της PLO, κρίνοντας ως «ανεπαρκείς» τις επιχειρήσεις εναντίον δεκάδων παλαιστινιακών εγκαταστάσεων στον Λίβανο από τον ισραηλινό Στρατό.

Ανατέθηκε τότε στο ισραηλινό Γενικό Επιτελείο να καταρτίσει έναν κατάλογο με στόχους της PLO ανάλογα με την τοποθεσία και τη σημασία του κάθε στόχου. Οι επιτελείς ξεχώρισαν τους τρεις πιο σημαντικούς στόχους, ένας εκ των οποίων ήταν και το αρχηγείο της PLO που έδρευε στην παραλιακή περιοχή Hammam-al-Shat νότια της Τύνιδας και οι Παλαιστίνοι το θεωρούσαν απρόσβλητο, λόγω της μεγάλης απόστασής του από το εβραϊκό κράτος.

Οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι πίστευαν ότι πλήττοντας το αρχηγείο της PLO θα επέφεραν την εξουδετέρωση αρκετών αξιωματούχων της PLO, «ακρωτηριάζοντας» την οργάνωση.

Οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις δεν ήταν η πρώτη φορά που θα αναλάμβαναν αποστολή τέτοιας κλίμακας. Στις 4 Ιουλίου του 1976 οι ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ, επιβαίνοντας σε στρατιωτικά αεροσκάφη C-130 και πολιτικά B-707 Boeing, έσωσαν τους ομήρους ενός πολιτικού αεροσκάφους μετά από αεροπειρατεία στο Έντεμπε της Ουγκάντα με μικρές απώλειες τόσο ανάμεσα στους ομήρους όσο και μεταξύ των Ισραηλινών καταδρομέων.

Είχε προηγηθεί η πιο γνωστή αεροπορική επίθεση του Ισραήλ εκτός συνόρων, που δεν ήταν άλλη από αυτή ενάντια στον πυρηνικό αντιδραστήρα Οσιράκ στα πλαίσια της επιχείρησης «Όπερα», όπου ισραηλινά μαχητικά F-16 εξοπλισμένα με βόμβες Mk-84 των 2.000 λιβρών κατέστρεψαν τον αντιδραστήρα και επέστρεψαν στο Ισραήλ χωρίς καμία απώλεια.

Η καινούργια όμως αποστολή που ανατέθηκε στην ισραηλινή Αεροπορία, ανέβαζε τον πήχη κατά πολύ, αφού η απόσταση των 2.000 χλμ. που έπρεπε να διανύσουν τα ισραηλινά αεροσκάφη μέχρι τους στόχους τους -με το μεγαλύτερο μέρος πάνω από τα νερά της Μεσογείου- έκανε τους σχεδιαστές της συγκεκριμένης αποστολής να εξετάσουν προσεκτικά και την παραμικρή λεπτομέρεια, ώστε να τη φέρουν σε πέρας με επιτυχία και με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες.

Η επιχείρηση «Wooden Leg»

Σε αντίθεση με το τι αντιμετώπιζαν στο λιβανέζικο θέατρο επιχειρήσεων -όπου η ισραηλινή αεροπορική υπεροχή ήταν δεδομένη- στην περίπτωση της Τυνησίας είχαν να αντιμετωπίσουν τη μικρή δύναμη μαχητικών της τυνησιακής Αεροπορίας και τη σχεδόν ανύπαρκτη αεράμυνα.

Η Μοίρα της IAF, στην οποία ανατέθηκε η εκτέλεση της αποστολής, ήταν η «Spearhead» η οποία διέθετε τα καινούργια F-15C/D που είχαν παραληφθεί στα τέλη του 1982.

Η «Spearhead» ήταν η δεύτερη Μοίρα της IAF η οποία εξοπλιζόταν με F-15 μετά από τη Μοίρα «Knights of the Twin Tail», η οποία ήδη είχε παραλάβει τα πρώτα F-15A/B από τον Δεκέμβριο του 1976.

Οι αξιωματικοί της Μοίρας αρχίσαν γρήγορα να συγκεντρώνουν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να βρουν γύρω από τον στόχο τους, από διάφορες πηγές, ενώ έδωσαν και στην επιχείρηση την κωδική ονομασία «Wooden Leg» (ξύλινο πόδι).

Το κρίσιμο σημείο της όλης επιχείρησης ήταν να καταφέρουν να πετύχουν το στοιχείο του αιφνιδιασμού και να αποφύγουν τις παράπλευρες απώλειες πολιτών, πλησίον των παλαιστινιακών στόχων.

Η προσπάθεια να παραμείνουν «αόρατοι» πριν από την επίθεση αλλά και της επιστροφής δεν ίσχυε μόνο για τις παλαιστινιακές δυνάμεις αλλά και για όλες τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις της Μεσογείου που θα μπορούσαν να εντοπίσουν τα ισραηλινά μαχητικά.

Για τον λόγο αυτό και στα πλαίσια της εντατικής προετοιμασίας για το πλήγμα, η Μοίρα σχεδίασε μια αποστολή εναντίον συγκεκριμένων κτηρίων της παραλιακής πόλης Άσκαλον που βρίσκεται στο Νότιο Ισραήλ και προσομοίωναν τους στόχους που θα έπλητταν στην Τυνησία.

Η ομάδα των μαχητικών που θα έπαιρναν μέρος στην αποστολή, αποτελούνταν από έξι F-15D εξοπλισμένα με μια κατευθυνόμενη βόμβα GBU-15, μια δεξαμενή στο δεξί φτερό, ένα ατρακτίδιο ζεύξης στο κεντρικό πυλώνα, δυο AIM-9 Sidewinder και δυο AIM-7 Sparrow για αυτοπροστασία.

Την ομάδα συμπλήρωναν δυο F-15A της Μοίρας «Knights of the Twin Tail», φορτωμένα με έξι βόμβες Mk-82 των 500 λιβρών στον κοιλιακό πυλώνα του αεροσκάφους και με το ίδιο φορτίο πυραύλων αέρος-αέρος όπως και στα F-15D.

Επίσης, υπήρχαν δυο ακόμα επιπλέον εξοπλισμένα F-15A της ίδιας Μοίρας που θα αντικαθιστούσαν όποιο από τα μαχητικά της κύριας ομάδας αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα.

Στην όλη επιχείρηση κρίσιμο ρόλο έπαιξαν και δύο ιπτάμενα τανκερ Β-707 που θα παρείχαν το απαιτούμενα επιπλέον καύσιμα, διότι, διαφορετικά, μια τέτοια αποστολή δεν θα μπορούσε να καταστεί δυνατή. Επίσης, ένα Β-707 παρείχε τον ρόλο του εναερίου κέντρου ελέγχου, αφού το επίγειο κέντρο ελέγχου του Ισραήλ, λόγω της απόστασης που το χώριζε από τα μαχητικά, δεν παρείχε την απαιτούμενη κάλυψη.

Παράλληλα, ένα πλοίο του ισραηλινού Ναυτικού, θα βρίσκονταν πλησίον της Μάλτας με σκοπό τη μεταφορά πληροφοριών και στοιχείων από τη ναυτική και αεροπορική δραστηριότητα στην περιοχή, ενώ, εάν χρειαζόταν, θα εκτελούσε αποστολή έρευνας και διάσωσης πληρωμάτων από αεροσκάφη που τυχόν θα είχαν καταρριφθεί. Ακόμη και στο Ισραήλ υπήρχαν σε επιφυλακή αεροσκάφη και ελικόπτερα για να πάρουν και αυτά μέρος σε μια ενδεχομένη αποστολή έρευνας και διάσωσης.

Στις 08:06 ώρα Ισραήλ της 1ης Οκτωβρίου του 1985, τα πρώτα βαρυφορτωμένα F-15 απογειώνονται από την αεροπορική βάση Tel Nof, ενώ την ιδία στιγμή από την αεροπορική βάση Lod απογειώνονται και τα τρία Β-707.

Η ομάδα των μαχητικών ανέβηκε αμέσως σε μεγάλο υψόμετρο με σκοπό να ξεπεράσουν τους πολιτικούς αεροδιαδρόμους και να μη δημιουργήσουν προβλήματα στις πολιτικές πτήσεις ή αναφερθεί η παρουσία τους. Γι’ αυτόν το λόγο μάλιστα, όλα τα αεροσκάφη είχαν διαγράψει τα διακριτικά τους, ώστε να μην μπορεί κανείς να αντιληφθεί από πια χώρα προέρχονται.

Σε απόσταση 1.000 χλμ. από το Ισραήλ τα δύο ιπτάμενα τανκερ εφοδίασαν με καύσιμα τα F-15. Στη συνέχεια, το ένα τάνκερ μαζί με τα δυο F-15A της, που είχαν τον ρόλο της αντικατάστασης αεροσκαφών αν αυτό χρειαζόταν, εκτέλεσαν ελιγμό επιστροφής μιας και η παρουσία τους πλέον δεν ήταν αναγκαία.

Η ομάδα των ισραηλινών μαχητικών δεν μπόρεσε φυσικά να περάσει απαρατήρητη από τα βρετανικά ραντάρ και ένα βρετανικό F-4E που απογειώθηκε από την αεροπορική βάση του ακρωτηρίου στην Κύπρο, προσπάθησε να αναγνωρίσει τα ισραηλινά αεροσκάφη, χωρίς όμως επιτυχία.

Ηταν ξεκάθαρο πως οι Ισραηλινοί χειριστές ήταν αποφασισμένοι να φτάσουν στους στόχους τους και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να τους εμποδίσει.

Όμως, η «θεά τύχη» δεν έκανε το χατίρι στους Ισραηλινούς πιλότους να τους ακολουθεί μέχρι τέλους.

Σε ένα από τα ισραηλινά μαχητικά παρουσιάστηκε πρόβλημα με τη βόμβα GBU-15 που μετέφερε, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αποστολή του και να επιστρέψει στο Ισραήλ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αρχηγός της αποστολής να αλλάξει άρδην το σχέδιο της επίθεσης.

Τό πλήγμα θα λάμβανε χώρα σε δυο κύματα. Το πρώτο κύμα θα αποτελούσαν τα τρία F-15D και το δεύτερο κύμα από τα υπόλοιπα δυο F-15D και τα δυο F-15A, που μετέφεραν από έξι βόμβες Mk-82.

Η ακριβής τήρηση του χρονοδιαγράμματος που είχε σχεδιαστεί ήταν κρίσιμο συστατικό για την επιτυχία της αποστολής και τα μαχητικά της IAF είχε προγραμματιστεί να φτάσουν πάνω από το στόχο στις 11:00 π.μ., ωστόσο λόγω του έκτακτου συμβάντος υπήρξε μια καθυστέρηση λίγων λεπτών.

Οι βόμβες GBU-15 που μετέφεραν τα F-15 είχαν μέγιστο ύψος άφεσης τα 40.000 πόδια και μέγιστη εμβέλεια τα 24 μίλια και κατευθυνόταν από το πίσω κάθισμα του F-15, από τον χειριστή οπλικών συστημάτων (ΧΟΣ), μέσω της εικόνας που παρείχε η τηλεοπτική κάμερα της βόμβας. Αυτή η εικόνα, μεταφερόταν στο μαχητικό μέσω του ατρακτιδίου που έφεραν τα F-15.

Τα ισραηλινά μαχητικά πλησιάζοντας την ακτή, διαπίστωσαν ότι επικρατούσε νέφωση, πράγμα που θα έκανε δύσκολη την επίθεση. Όταν όμως πλησίασαν την περιοχή του στόχου, αυτή ήταν καθαρή από σύννεφα, οπότε η αποστολή μπορούσε να συνεχιστεί.

Το πρώτο κύμα ξεκίνησε την επίθεσή του με επιτυχία, αφού και οι τρεις βόμβες που αφέθηκαν βρήκαν ακριβώς τον στόχο τους. Στο δεύτερο κύμα που ακολούθησε, η μια μόνο από τις δυο βόμβες που αφέθηκαν κατάφερε να εγκλωβίσει τον στόχο της, ενώ η δεύτερη απέτυχε.

Επιτυχή πλήγματα επέφεραν και τα F-15A με τις «απλές» βόμβες Μκ-82. Οι πρώτοι καπνοί άρχισαν να φαίνονται από τον ορίζοντα προερχόμενοι από τις παραλιακές εγκαταστάσεις της παλαιστινιακής οργάνωσης PLO.

Ο αρχηγός του σχηματισμού έκανε έναν ακόμα γύρο για να φωτογραφίσει και να διαπιστώσει το μέγεθος των καταστροφών που προκάλεσαν. Μόλις είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία μια από τις δυσκολότερες αεροπορικές αποστολές κρούσης στη στρατιωτική ιστορία.

Στη συνέχεια, ο σχηματισμός ενώθηκε με το ιπτάμενο τανκερ που είχε απομείνει και όλα τα αεροσκάφη πήραν τον δρόμο της επιστροφής ο οποίος διήρκησε τρεις ώρες, όσες και το ταξίδι μέχρι την Τυνησία. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο συνολικός χρόνος της αποστολής ήτανε σχεδόν διπλάσιος από όσο διήρκησε η αποστολή εναντίον του ιρακινού αντιδραστήρα το 1981.

Όταν τα ισραηλινά αεροσκάφη προσγειωθήκαν με ασφάλεια στις βάσεις τους στις 14:00, μια ώρα αργότερα μετά το εξάωρο ταξίδι τους, η ισραηλινή κυβέρνηση είχε ήδη ανακοινώσει την επιτυχία της αποστολής την όποια παρουσίασαν ως χτύπημα κατά της τρομοκρατίας, ενώ ο ισραηλινός πρωθυπουργός Σιμόν Πέρες δήλωσε ότι ήταν μια πράξη «αυτοάμυνας».

Όμως, η επιτυχία της αποστολής δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα απέναντι στους Παλαιστινίους όπως και στις σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ, αφού η Ουάσινγκτον θεώρησε πως έπρεπε νωρίτερα να είχε ενημερωθεί. Οι απώλειες των Παλαιστινίων ήταν 60 νεκροί, ανάμεσά τους και αρκετά ηγετικά μέλη της PLO, ενώ υπήρξαν και δεκάδες τραυματίες.

Εκτός των Παλαιστινίων υπήρξαν και περίπου 15 Τυνήσιοι άμαχοι νεκροί, καθώς και αρκετοί τραυματίες.

Συμπεράσματα

Το στρατιωτικό σκέλος της επιχείρησης «Wooden Leg» μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένο, αφού τα ισραηλινά F-15 καταφέραν να διανύσουν μια απόσταση 1.280 μιλίων, κυρίως πάνω από τη θάλασσα, να χτυπήσουν τους στόχους τους και να επιστρέψουν στις βάσεις τους μετά από έξι ώρες χωρίς καμία απώλεια.

Επίσης, η ύπαρξη στο οπλοστάσιο του Ισραήλ ενός μαχητικού όπως το F-15, ήταν αυτό που κατέστησε δυνατή και την πραγματοποίηση αυτής της αποστολής. Η μεγάλη εμβέλεια δράσης που παρέχει το F-15, η ικανότητα μεταφοράς της κατευθυνόμενης βόμβας GBU-15, αλλά και η ικανότητα εναερίου ανεφοδιασμού μέσω των ιπταμένων τάνκερ Β-707, εξασφάλιζε στο Ισραήλ τη δυνατότητα να αναλάβει αποστολές στο εξωτερικό σε αποστάσεις που Αεροπορίες άλλων χωρών δεν θα ήταν εφικτό.

Ένα ακόμη στοιχείο που ανέδειξε η συγκεκριμένη επιχείρηση, είναι ο επαγγελματισμός που διακρίνει τους αξιωματικούς των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και η ικανότητά τους να φέρουν σε πέρας όποια αποστολή και να τους ανατεθεί.

Στρατιωτική αντιμετώπιση πέρα από την παρενόχληση του βρετανικού F-4E οι Ισραηλινοί δεν αντιμετωπίσαν σε όλη τη διάρκεια της αποστολής τους, κάτι που έκανε ακόμα ποιο εύκολη την πραγματοποίησή της.

Στον πολιτικό τομέα, όμως, μετά από αυτή την επιχείρηση το Ισραήλ δεν κατάφερε να επιφέρει τα αποτελέσματα που επιζητούσε. Ο αρχηγός της PLO Γιάσερ Αραφάτ δεν βρισκόταν ανάμεσα στους νεκρούς Παλαιστινίους, ενώ ο αραβικός κόσμος εξαπέλυσε δριμύ «κατηγορώ» κατά του Τελ Αβίβ για αυτή την επίθεση.

Ο Τυνήσιος πρόεδρος Χαμπίμπ Μπουργκίμπα διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πρόεδρο των ΗΠΑ για την ισραηλινή επιθετικότητα, με αποτέλεσμα ν’ ανέβουν οι τόνοι ένθεν κι ένθεν ανακοινώσεις, ενώ παραλίγο να παύσουν και οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Ο πρόεδρος της Αμερικής Ρόναλντ Ρίγκαν δεν κατάφερε να «ξεπεράσει» αυτή την ισραηλινή ενέργεια, κυρίως για το ότι δεν γνωρίζαν τίποτα για αυτή την επιχείρηση.

Αλλά και τα τρομοκρατικά χτυπήματα δεν σταματήσαν, αφού στις 7 Οκτωβρίου 4 Παλαιστίνιοι της οργάνωσης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού μετώπου (PLF) κατέλαβαν το κρουαζιεροπλοιο «Ακίλε Λάουρο», ζητώντας την άμεση απελευθέρωση πενήντα Παλαιστινίων από τις ισραηλινές φυλακές.

Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκαν βομβιστικές επιθέσεις στα πολιτικά αεροδρόμια της Ρώμης και της Βιέννης από την οργάνωση του Αμπού Νιτάλ.

Μέσα από αυτή την επιχείρηση, το Ισραήλ κατέστησε σαφές για μία ακόμη φορά σε εχθρούς και αντιπάλους πως, όταν κάποιος ή κάποιοι απειλήσουν τα συμφέροντα ή την ασφάλειά του, θα τιμωρηθεί από το «σπαθί του Γεδεών» όσο μακριά και να βρίσκεται.