Σαφή προειδοποίηση για τη μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα εκπέμπει ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930 κάναμε κατά μέσο όρο 190.000 παιδιά ετησίως, ενώ τη δεκαετία που μας έρχεται, ’21- ’30, θα κάνουμε κατά μέσο όρο 77.000, επισήμανε ο καθηγητής μιλώντας στο Prime του ΕΡΤNews και στον Ηλία Σιακαντάρη.
Σημείωσε πως τα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’30 προέρχονται από ζευγάρια που γεννήθηκαν στις αρχές του αιώνα μας. Τα ζευγάρια αυτά εκείνη την εποχή, έκαναν κατά μέσο όρο γύρω στα τρία παιδιά ανά γυναίκα, προσέθεσε. «Αυτές οι γενιές δίνανε τη δεκαετία του ’30, 107.000 γεννήσεις, αλλά δεν επιβίωναν τρία παιδιά για να αντικαταστήσουν μια γυναίκα, γιατί είχαμε πάρα πολύ υψηλή θνησιμότητα, βρεφική θνησιμότητα και εφηβική θνησιμότητα. Τα ζευγάρια που κάνουν παιδιά τώρα – που γεννήθηκαν μετά το 1980 – 1990 – θα είναι σίγουροι ότι όσα παιδιά θα κάνουν θα επιβιώσουν. Σημαντική διαφορά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο σε μια σειρά χώρες της υποσαχάριας Αφρικής» υπογράμμισε.
Για τις νεότερες γενεές οι οποίες τώρα κάνουν παιδιά, τόνισε πως: «Αυτές είναι οι γενιές που γεννήθηκαν πριν από το 2000. Οι γυναίκες αυτές και τα ζευγάρια αυτά δεν επιθυμούν και δεν κάνουν παιδιά. Έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν λόγω του οτι έχουν τα σύγχρονα μέσα αντισύλληψης που δεν είχαν οι παππούδες μας και ταυτόχρονα κάνουν λιγότερα. Θέλουν να κάνουν 2, κάνουν λιγότερα από 1,5, κάνουν 1,4».
Υπενθύμισε πως η τάση είναι καθοδική στον πλανήτη και στις αναπτυγμένες χώρες. «Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες μπήκαν με καθυστέρηση στο… χορό», είπε.
Ο καθηγητής ανέφερε πως τα Ηνωμένα Έθνη τείνουν να πουν ότι στα επόμενα 60 – 70 χρόνια όλοι θα συγκλίνουμε γύρω από το 1,9, όχι στο 2. «Επομένως, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι από το 2100 και μετά ο πληθυσμός μας θα είναι 1,9».
Εν συνεχεία, τόνισε πως «οι κοινωνίες μας, οι σύγχρονες τουλάχιστον, αλλά και οι λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, πρέπει να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα». Όπως εξήγησε, θα έχουμε λιγότερους νέους από ότι στο παρελθόν και περισσότερους ηλικιωμένους και πρόσθεσε πως «αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αυξηθεί συνταρακτικά ο μέσος όρος ζωής μας, γιατί η επιστήμη προχωρά και αυτό δεν αποκλείεται. Μέχρι στιγμής κερδίζουμε ένα μήνα παραπάνω κάθε χρόνια, δηλαδή τα επόμενα 20 χρόνια θα κερδίσουμε 20 μήνες 2 με 3 χρόνια παραπάνω.
Παράλληλα, εκτίμησε πως πολύ πιθανό σε μια εικοσιπενταετία να περάσουμε από το 23% στο 30%, δηλαδή σχεδόν ένας στους τρεις θα είναι πάνω από 65.
Τέλος, επισήμανε πως ο ηλικιωμένος σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τον ηλικιωμένο του 1920 ή του 1880. «Υπάρχει η ημερολογιακή ηλικία, το έτος γέννησης, υπάρχει βιολογική ηλικία, η οποία δεν ταυτίζεται σε όλους μας με το έτος γέννησης. Και υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που είναι η κοινωνική γήρανση, η οποία είναι μια άλλη παράμετρος» σημείωσε.