Σαν… βόμβα έσκασε η είδηση που μετέδωσε ο «ΟΤ» ότι η Cisco εγκαταλείπει την Θεσσαλονίκη και τα φιλόδοξα σχέδια που υπόσχονταν να υλοποιήσει. Πέρα από το πλούσιο παρασκήνιο και τους ιδιαίτερους λόγους που οδήγησαν την αμερικάνικη πολυεθνική να «κουνήσει το μαντίλι» στην συμπρωτεύουσα, έρχεται να αναδείξει μια μεγαλύτερη παθογένεια της ελληνικής οικονομία συνολικά.
Ποια είναι αυτή; Η αδυναμία της χώρας να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για τη διατήρηση και προσέλκυση νέων παραγωγικών επενδύσεων. Μια σειρά από αρνητικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια απέδειξαν πως έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε έως ότου θεωρηθούμε ως ένα προορισμός φιλικός για τους απανταχού επενδυτές.
Ηχηρά λουκέτα ενώ η Ελλάδα «σκαρφαλώνει» στον Economist
Ξεχωρίζουν τα λουκέτα στα εργοστάσια της «Γιούλα» στο Αιγάλεω, της γαλλικής Schneider Electric στα Οινόφυτα και της Tupperware στη Θήβα και φυσικά η δοκιμασία που υφίσταται η Fieratex στη Βόρεια Ελλάδα.
Τη στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα τα «σπάει» η Ελλάδα με βάση τον δείκτη του Economist Intelligence Unit για τις χώρες με το καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Από το 2019 έως και σήμερα πέτυχε άλμα 28 θέσεων αναρριχώμενη στην 34η θέση από την 62η που ήταν στην προηγούμενη κατάταξη (2014-2018).
Τι χρειάζεται λοιπόν για να δημιουργήσει ένα ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον και να βάλει φρένο στις όποιες τάσεις φυγής εξακολουθούν να υπάρχουν;
Σύμφωνα με τον CEO της Winmasters, Θωμά Τζόκα, χρειάζεται να δοθούν επενδυτικά κίνητρα και μείωση της γραφειοκρατία ενώ απαιτείται ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια. Η κυβέρνηση, σημείωσε ο κ. Τζόκας πρέπει να προτρέψει τις τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις.
Φορολογικά κίνητρα…
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο αναπληρωτής CEO της Nexi Greece, Νίκος Παπαδόγλου, ο οποίος μιλώντας στον Economist ζήτησε κίνητρα αλλά και δράσεις για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. «Η κυβέρνηση έχει κάνει σημαντικά βήματα» είπε ο κ. Παπαδόγλου τόνισε ωστόσο ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί η σταθερότητα σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος».
… και visa express σε εργαζόμενους ταλέντα
Για την ανάγκη να δοθούν κίνητρα για την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού μίλησε στο πλαίσιο webinar του Capital Link ο επικεφαλής του τεχνολογικού κέντρου της Chubb Insurance, Γιώργος Νικολάου στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τον κ. Νικολάου χρειάζεται επίσης να γίνει πιο ευέλικτη η χορήγηση visas σε υπηκόους εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης υψηλής επαγγελματικής κατάρτισης που θέλουν να εργαστούν στην Ελλάδα, ώστε να μεταφέρουν την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους στην χώρα μας.
Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε να ενισχύουν οι εργασίες του digital hub, αντί να αναθέτονται στα αντίστοιχα κέντρα που διατηρεί η πολυεθνική σε Μεξικό και Ινδία.
Η Moody’s και ο Mr Bond μετράει ζημιές…
Τις «ανοιχτές πληγές» του επενδυτικού περιβάλλοντος στάθηκε μιλώντας στον Economist και ο στρατηγικός αναλυτής της Moody’s, Κόλιν Έλις, επισημαίνοντας πως παρότι έχουν «τρέξει» πολλές μεταρρυθμίσεις, αρκετές ακόμα παρουσιάζουν υστέρηση όπως π.χ. η απόδοση δικαιοσύνης. Τόνισε δε ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πιστοληπτικό κίνδυνο αλλά για να πάει στην βαθμίδα baa1 θέλει ακόμα δρόμο.
Μια βαθμίδα που κοστίζει στην Ελλάδα αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ΟΔΔΗ, Δημήτρη Τσάκωνα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από την Moody’s είναι πολύ σημαντικό βήμα, το οποίο θα δώσει τεράστια ώθηση στην χώρα.
Χαρακτηριστικά είπε ότι βάσει κοινής έκθεσης, με 2 στους 3 οίκους να έχουν δώσει τη βαθμίδα, η πρόθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα θα κυμαινόταν από 6 έως 10 δισ. αλλά εάν είχαμε τη βαθμίδα και από τους 3 οίκους, αυτό το ποσό θα διπλασιαζόταν μεταξύ 12, 14 και 20 δισ. ευρώ.
Το επενδυτικό κενό και το Γραφείο Προϋπολογισμού
Όλα αυτά έρχονται τη στιγμή που το επενδυτικό κενό στην χώρα παραμένει μεγάλο. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεσή του ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρίσκεται το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος είναι 22,2%.
Μάλιστα, οι εκτιμήσεις δεν είναι αισιόδοξες καθώς όπως σημειώνεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού «η κάλυψη αυτού του κενού δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια και θα απαιτήσει από την οικονομία να αναζητήσει επιπρόσθετους πόρους και μετά την λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026».