ΚΟΣΜΟΣ / Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025, 11:00 / Συν 1
Το σύστημα είναι εκ γενετής ανίκανο να δεχτεί τον συμβιβασμό και τη συνύπαρξη εξουσιών.
Όταν ο Σαρλ ντε Γκόλ ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία το 1958, ο κύριος στόχος ήταν η δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος που θα εξασφάλιζε απόλυτη σταθερότητα. Και για να αποδείξει το δίκιο του, ο ίδιος υπήρξε ο πρώτος από μόλις οκτώ προέδρους στα 67 χρόνια που ακολούθησαν, με ένα νέο σύστημα που του έδινε εξουσίες αντίστοιχες με εκείνες ενός μονάρχη.
Ωστόσο, τα σημάδια των ρωγμών αρχίζουν να φαίνονται. Με τον Εμανουέλ Μακρόν να βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με την παραίτηση ενός πρωθυπουργού έπειτα από μόλις 26 ημέρες θητείας, η Γαλλία δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από σταθερότητα. Το δημιούργημα του ντε Γκολ δοκιμάζεται πλέον στα άκρα.
Αναλύοντας το πολιτικό χάος των τελευταίων μηνών, είναι εύκολο να αποδώσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στον πρόεδρο Μακρόν.
Ήταν άλλωστε δική του η απόφαση να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές πέρυσι, προκαλώντας την κρίση που μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην αποχώρηση πέντε πρωθυπουργών και ενδέχεται να κοστίσει και σε έναν έκτο πριν από το τέλος του έτους.
Όμως, η απόδοση όλων των ευθυνών αποκλειστικά στον Μακρόν παραβλέπει το βαθύτερο πρόβλημα, ότι η Πέμπτη Δημοκρατία είναι εκ γενετής ανίκανη να δεχτεί τον συμβιβασμό και τη συνύπαρξη εξουσιών.
Το σύστημα αυτό σχεδιάστηκε ως αντίδοτο στην υπερβολικά διχαστική Τέταρτη Δημοκρατία, η οποία είχε αλλάξει 21 κυβερνήσεις σε διάστημα μόλις 12 ετών. Το μοντέλο του ντε Γκολ ήταν προσανατολισμένο αποκλειστικά σε ένα αποτέλεσμα: έναν υπερ-ισχυρό πρόεδρο με απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Κάθε θεσμικός μηχανισμός ρυθμίστηκε προς αυτή την κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένου του διπλού γύρου των προεδρικών εκλογών που αναγκάζει τους ψηφοφόρους να συγκλίνουν στον πιο συναινετικό υποψήφιο, καθώς και του γεγονότος ότι οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται αμέσως μετά τις προεδρικές.
Πολιτική παράλυση
Η Πέμπτη Δημοκρατία λειτουργεί ιδανικά όταν το κόμμα του προέδρου διαθέτει καθαρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Τότε, η κυβέρνηση μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένα συμβουλευτικό όργανο που υπηρετεί την προεδρική ατζέντα.
Όμως σε κάθε άλλη περίπτωση, η κατάσταση γίνεται χαοτική. Εάν το κοινοβούλιο διαλυθεί και η αντιπολίτευση αποκτήσει την πλειοψηφία, το αποτέλεσμα είναι η «συγκατοίκηση», συνώνυμη με την πολιτική παράλυση. Και στην περίπτωση ενός αδιεξόδου, όπως εκείνου που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2024, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Τα κόμματα δεν έχουν ούτε θεσμικό ούτε πολιτισμικό κίνητρο για συμβιβασμό, ενώ κάθε ένδειξη συνεργασίας αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Η εξουσία είναι τόσο συγκεντρωμένη στον πρόεδρο, ώστε ακόμα και αν υπήρχε διάθεση συνεργασίας, η πραγματική επιρροή θα ήταν ελάχιστη.
Οι πολιτικοί ηγέτες, αντί να αναζητούν λύσεις, προτιμούν να παραμένουν εκτός κυβέρνησης, υπολογίζοντας ψυχρά ότι έτσι αυξάνουν τις πιθανότητές τους στις επόμενες προεδρικές εκλογές, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την ανατροπή του ενός πρωθυπουργού μετά τον άλλο.
«Στην πραγματικότητα, όλοι σκέφτονται μόνο τις προεδρικές εκλογές», δήλωσε ο Ζιλ Γκρεσανί, διευθυντής του περιοδικού Le Grand Continent και πρόεδρος του think tank Groupe d’études géopolitiques. «Στη Γαλλία, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες μεσαίου και ανώτερου επιπέδου σκέφτονται τι θα μπορούσαν να κάνουν για να γίνουν πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας», συμπλήρωσε.
Μια μάταιη προσπάθεια
Τα αποτελέσματα αυτού του συστήματος, μαζί με τα τυφλά του σημεία, είναι εμφανή τους τελευταίους 17 μήνες. Ένας μετά τον άλλον, πέντε πρωθυπουργοί επιχείρησαν, με διαφορετικούς βαθμούς ικανότητας και ειλικρίνειας, να επιτύχουν συμφωνία για τον προϋπολογισμό με τα μεγαλύτερα κόμματα του κοινοβουλίου. Όλοι όμως κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: ήταν μια μάταιη προσπάθεια.
Ο τελευταίος εξ αυτών, ο Σεμπαστιάν Λεκορνί, αποχώρησε από τη θέση του σε λιγότερο από έναν μήνα, για να επαναδιοριστεί μόλις λίγες ημέρες αργότερα. Ο Λεκορνί αναγνώρισε ότι οι προεδρικές φιλοδοξίες των ισχυρών πολιτικών υπονομεύουν τη σταθερότητα της χώρας και δήλωσε ότι οι μελλοντικοί υπουργοί του θα πρέπει «να δεσμευθούν να αποσυνδεθούν από τις προεδρικές φιλοδοξίες για το 2027».
Σύμφωνα με το Politico η πολιτική αυτή αστάθεια έχει οδηγήσει ορισμένους Γάλλους πολιτικούς να κοιτούν με θαυμασμό τα κοινοβουλευτικά συστήματα άλλων χωρών, όπου οι κυβερνητικοί συνασπισμοί αποτελούν θεσμική παράδοση.
Δίπλα στον Γερμανό Καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, τον Αύγουστο, ο Μακρόν κάλεσε τα μέλη του γαλλικού κοινοβουλίου να μιμηθούν το γερμανικό παράδειγμα, όπου συντηρητικοί και σοσιαλιστές κατάφεραν να συνάψουν μια ισχυρή συμφωνία συνασπισμού (Koalitionsvertrag).
«Στην άλλη πλευρά του Ρήνου, φαίνεται ότι ένα συντηρητικό κόμμα και ένα σοσιαλιστικό κόμμα καταφέρνουν να συνεργαστούν», είπε ο Μακρόν. «Αυτό συμβαίνει όχι πολύ μακριά από εμάς, και λειτουργεί, άρα πιστεύω ότι είναι εφικτό», τόνισε.
«Ιταλικό μάθημα»
Ακόμη και η Ιταλία, που συχνά θεωρούνταν πολιτικά ασταθής, φαίνεται σήμερα πιο συνεκτική από τη Γαλλία, κυρίως λόγω της εμπειρίας των κομμάτων της στους κυβερνητικούς συνασπισμούς. Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι έχει αντέξει σχεδόν τρία χρόνια, κάτι που, σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Sciences Po Μαρκ Λαζάρ, θα μπορούσε να αποτελέσει «ιταλικό μάθημα» για τα γαλλικά κόμματα που στερούνται παράδοσης συμβιβασμού.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει ένδειξη ότι οι Γάλλοι πολιτικοί ηγέτες βρίσκονται κοντά σε μια τέτοια αλλαγή νοοτροπίας. Μόλις ο Λεκορνί ανακοίνωσε την παραίτησή του, η ηγέτιδα της άκρας δεξιάς, Μαρίν Λεπέν, απείλησε να ρίξει τον επόμενο πρωθυπουργό, όποιος κι αν είναι αυτός.
Σε μια χώρα εμμονική με την πολιτική, ούτε οι αναλυτές μένουν ανεπηρέαστοι από τα προβλήματα της Πέμπτης Δημοκρατίας.
Εδώ και χρόνια επισημαίνουν ότι το σύστημα περιορίζει το κοινοβούλιο σε έναν ανίσχυρο χειροκροτητή, τροφοδοτώντας μια νοοτροπία «να τα κάψουμε όλα» στους κόλπους της αντιπολίτευσης. Υποστηρίζουν ότι, σε μια εποχή όπου τα αντάρτικα πολιτικά κινήματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, θα είχε νόημα να τους δοθεί μεγαλύτερη εκπροσώπηση, ίσως μέσω της αναλογικής συμμετοχής στην κυβέρνηση.
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, εκπρόσωπος της άκρας αριστεράς και επανειλημμένα υποψήφιος για την προεδρία, είχε βασίσει την εκστρατεία του το 2022 στην ιδέα ότι η Γαλλία πρέπει να μεταβεί σε μια «Έκτη Δημοκρατία». Οι παραδοσιακοί ηγέτες έσπευσαν να απορρίψουν την πρόταση, θεωρώντας ότι εξυπηρετούσε πρωτίστως τα δικά του συμφέροντα.
Όμως, καθώς η Γαλλία κοιτάζει πλέον την άβυσσο, ίσως ήρθε η ώρα να σκεφτεί έξω από τα καθιερωμένα πλαίσια. Ίσως, το δημιούργημα του ντε Γκολ να έχει πια ξεπεράσει την εποχή του.
Πηγή: newsbeast.gr