Το 2015 η γνωστή ηθοποιός Margot Robbie εμφανίστηκε απρόσμενα στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Michael Lewis, «The Big Short», και κατάφερε να εκπαιδεύσει το ευρύ κοινό σχετικά με τους κινδύνους της τιτλοποίησης πολύ περισσότερο από διαπρεπείς οικονομικούς ειδικούς.
Η σύντομη σκηνή της Αυστραλής ηθοποιού, που γυρίστηκε μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη σαμπάνια, εξηγούσε πώς οι τράπεζες συνέλεγαν σωρηδόν ριψοκίνδυνα στεγαστικά δανεία (sub-prime), τα μετέτρεπαν σε ομόλογα προς επένδυση και, στη συνέχεια, τα διέθεταν στην αγορά προς άγραν κέρδους.
Ωστόσο, η εξάπλωση αυτών των τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε καταστροφικό αντίκτυπο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν οι δανειολήπτες άρχισαν να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια.
Η κρίση που ακολούθησε το 2008 οδήγησε στην επιβολή αυστηρών κανονισμών από τις ρυθμιστικές αρχές, με στόχο να κατοχυρωθεί ότι οι τίτλοι με εξασφαλίσεις περιουσιακά στοιχεία –που φέρεται να είχαν χαρακτηριστεί ως “κρακ της βιομηχανίας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών” από τον δισεκατομμυριούχο Guy Hands– δεν θα προκαλούσαν ξανά τέτοια κατάρρευση.
Ωστόσο, 16 χρόνια μετά, ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι.
Αυτήν τη φορά συνδέονται με εταιρείες που έχουν υψηλά επίπεδα χρέους, υποστηριζόμενες από εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity), οι οποίες αποτελούν μέρος ενός συνεχώς αναπτυσσόμενου αλλά αδιαφανούς τομέα, γνωστού ως σκιώδους τραπεζικού συστήματος.
Ο όρος “σκιώδες τραπεζικό σύστημα” αναφέρεται σε χρηματοοικονομικές εταιρείες που λειτουργούν υπό ελάχιστους ή καθόλου κανονισμούς σε σύγκριση με τις παραδοσιακές τράπεζες, και περιλαμβάνει επιχειρήσεις όπως hedge funds και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
«Είναι ένα τυφλό παιχνίδι. Ρυθμίζεις κάτι, αλλά το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκει γρήγορα τρόπους να παρακάμπτει τη ρύθμιση» είπε η Natacha Postel-Vinay, επίκουρη καθηγήτρια στο London School of Economics.
Δημοτικότητα
Παρόλο που η χρήση των τιτλοποιήσεων μειώθηκε μετά την κρίση του 2008, λόγω της δυσφήμησής της και των αντιδράσεων εκ μέρους των ρυθμιστικών Αρχών, η δημοτικότητά της αυξήθηκε ξανά τα επόμενα χρόνια.
Σήμερα, η παγκόσμια αγορά τιτλοποιήσεων καλύπτει περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 4,7 τρισ. λιρών, σύμφωνα με εκτιμήσεις των αναλυτών της RBC Capital.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιπροσωπεύει περίπου 300 δισ. λίρες από αυτό το σύνολο, εκ των οποίων πάνω από το μισό –περίπου 180 δισ. λίρες– ανήκει στη λεγόμενη δημόσια αγορά τιτλοποίησης, λέει ο Guardian.
Στη δημόσια αυτή αγορά, τα συγκεντρωμένα δάνεια αξιολογούνται από εταιρείες πιστοληπτικής ικανότητας και πωλούνται σε ευρύ φάσμα επενδυτών, με τους όρους, τη δομή και τις πωλήσεις να αποκαλύπτονται δημόσια.
Το υπόλοιπο ποσό των 120 δισ. λιρών αποτελείται από τιτλοποιημένα δάνεια που συγκεντρώνονται από το σκιώδες τραπεζικό σύστημα.
Οι τίτλοι πωλούνται απευθείας σε περιορισμένο αριθμό έμπειρων επενδυτών, είναι λιγότερο ρυθμιζόμενοι, δεν χρειάζονται έλεγχο από εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης και είναι πολύ πιο αδιαφανείς.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της ιδιωτικής αγοράς και η έλλειψη διαφάνειας ενδέχεται να δημιουργούν προβλήματα.
«Πιθανότατα αποτελεί έναν υποτιμημένο κίνδυνο, λόγω της έλλειψης ρύθμισης σε αυτόν τον χώρο και της πολυπλοκότητας των χρηματοοικονομικών εργαλείων που διατηρούνται εκεί», δήλωσε ο Benjamin Toms, αναλυτής της RBC Capital.
Ακόμα και η δημόσια αγορά τίτλων, όμως, απαιτεί στενή παρακολούθηση, σύμφωνα με την Postel-Vinay.
Σε αυτήν περιλαμβάνονται κίνδυνοι που σχετίζονται με τα collateralised loan obligations (CLOs), δηλαδή τίτλοι που εξασφαλίζονται από πακέτα χρεών, συμπεριλαμβανομένων δανείων προς εταιρείες με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα ή προς προβληματικές επιχειρήσεις που έχουν εξαγοραστεί από ιδιωτικά κεφάλαια με τη βοήθεια μεγάλων δανείων, γνωστών ως εξαγορές μέσω μόχλευσης (leveraged buyouts).
«Οι εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων επενδύουν σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σχεδόν σε πτώχευση, και για να τις κρατήσουν ζωντανές, τις φορτώνουν με χρέη» είπε η Postel-Vinay.
«Αυτά τα δάνεια καταλήγουν επίσης να ανασυσκευάζονται, λίγο όπως τα junk mortgages πριν από την κρίση του 2008».
Παρόλο που τα CLOs συνήθως περιλαμβάνουν διάφορα είδη δανείων προς επιχειρήσεις από διαφορετικούς κλάδους, αυτό δεν εξαλείφει πλήρως τον κίνδυνο.
Stress test
Το θέμα προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Τράπεζα της Αγγλίας βρίσκεται στη διαδικασία ανάλυσης των αποτελεσμάτων του πρώτου stress test που περιλαμβάνει τον τομέα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, με τα αποτελέσματα να αναμένονται την επόμενη εβδομάδα.
Αν και δεν θα επικεντρωθεί άμεσα στις τιτλοποιήσεις, η Τράπεζα δεν έχει διστάσει να εκφράσει τις ανησυχίες της.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, προειδοποίησε ότι, ενώ οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου προστατεύονται εν μέρει από ζημίες στα CLOs, καθώς συνήθως διακρατούν τα υψηλότερης ποιότητας τμήματα των τίτλων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου εκτίθεται έμμεσα μέσω της σύνδεσής του με ξένες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες που έχουν υψηλή και αυξανόμενη έκθεση στα δάνεια επιχειρήσεων με ήδη υψηλό χρέος.
Τον Ιούνιο, η επιτροπή χρηματοοικονομικής πολιτικής υπογράμμισε κινδύνους που σχετίζονται με τον τομέα των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity) γενικότερα: «Οι ευπάθειες από την υψηλή μόχλευση, την αδιαφάνεια στις αποτιμήσεις, τις μεταβλητές πρακτικές διαχείρισης κινδύνων και τις ισχυρές διασυνδέσεις με πιο ριψοκίνδυνες αγορές πίστωσης σημαίνουν ότι ο τομέας έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει ζημίες για τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές».
Η Postel-Vinay δήλωσε ότι είναι σημαντικό να προσδιοριστεί ποιος πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος πριν συμβούν προβλήματα.
«Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι δεν επαναλαμβάνουμε τα λάθη [της δεκαετίας του 2000] και ότι είναι απολύτως ξεκάθαρο ποιος φέρει την ευθύνη για τον υποκείμενο πιστωτικό κίνδυνο αυτών των δανείων.
«Υπάρχουν υποκείμενα δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν, και πρέπει να εξετάζονται και να παρακολουθούνται… Και σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να πω, υπάρχει έλλειψη διαφάνειας.
Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει».