Εορτολόγιο – Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Το Εορτολόγιο της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 2024

 

Ποιοι Γιορτάζουν σήμερα

  • Νεφέλη.
  • Βήλη, Βίλια.
  • Ευνίκη, Ευνίκα.
  • Ανάξαρχος, Αναξιμένης, Δημάρατος, Δημοκλής, Δημόκλεια, Δημοσθένης, Δημοσθενία, Επαμεινώνδας, Ετεοκλής, Ηρακλής, Ηφαιστίων, Ήφαιστος, Θεόφραστος, Θησεύς, Θησέας, Ισοκράτης, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Όμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλής, Περίκλεια, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυβία, Πολύνικος, Πολυνίκη, Προμηθέας, Σοφοκλής, Σοφόκλεια, Φιλοποίμην, Φωκίων, Χρόνιος, Χρονία.

28η Οκτωβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Αγίου Δημητρίου του Μητροπολίτου Ροστόφ και εορτής της εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» το 1940.

ΟΧΙ!

Η 28η του Οκτώβρη είναι η επέτειος που σύσσωμος ο ελληνικός λαός όρθωσε το ανάστημά του ενάντια στην ιμπεριαλιστική εισβολή του ιταλικού φασισμού στα 1940 και ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το ΟΧΙ του λαού εκφράστηκε και μετά την εισβολή και κατοχή από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, με την παλλαϊκή ένοπλη Αντίσταση.

Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέφτηκε τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του τελευταίου στην Κηφισιά, και του επέδωσε εκ μέρους της κυβέρνησης της χώρας του ένα άκρως προκλητικό τελεσίγραφο.

Τελεσίγραφο:

Η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, επικαλούμενη το γεγονός ότι βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αγγλία, ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση – ως απόδειξη της ουδετερότητάς της – να επιτρέψει στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν ορισμένα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους.

Ο Γκράτσι διευκρίνισε στον Έλληνα δικτάτορα ότι αν οι όροι του τελεσιγράφου δε γίνουν δεκτοί, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στην Ελλάδα στις 6 το πρωί.

«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο», ήταν η απάντηση του Μεταξά, σύμφωνα με τη μαρτύρια του Ιταλού πρεσβευτή. Η φράση εκείνη τα έλεγε όλα. Η ελληνική πλευρά δεν είχε περιθώρια κάποιας άλλης επιλογής. Ο πόλεμος ήταν γεγονός και η ιταλική επίθεση δεν άργησε. Εκδηλώθηκε στις 5.30 π.μ., δηλαδή μισή ώρα πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο, σ’ ολόκληρο το μέτωπο, από το Ιόνιο ως τη λίμνη Πρέσπα.

Σύμφωνα με τον Γκράτσι ο Έλληνας δικτάτορας Μεταξάς απάντησε αρνητικά στην ιταλική πρόκληση αν και ζήτησε διευκρινίσεις από τον συνομιλητή του – χωρίς να πάρει απάντηση – κυρίως για το ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους που ενδιέφεραν την Ιταλία.

Δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς εξήγησε στους ιδιοκτήτες και στους αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου ότι αν δεχόταν το ιταλικό τελεσίγραφο, η Ιταλία και η Βουλγαρία θα έκοβαν τα χέρια της Ελλάδας, η Αγγλία θα της έκοβε τα πόδια, καταλαμβάνοντας την Κρήτη και τα νησιά και η κυβέρνησή του θα απομονώνονταν πλήρως από τον ελληνικό λαό.

Επρόκειτο για μια ομολογία που αποδείκνυε πως το δικό του «ΟΧΙ» στην ιταλική πρόκληση καμία σχέση δεν είχε με το πραγματικό «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού στον ιταλικό φασισμό. Ο δικτάτορας βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη λαϊκή ψυχή, δεν την κατανοούσε και αναμφίβολα δεν την εξέφραζε.

Γι’ αυτό κι έγραφε στο ημερολόγιο του στις 29 Οκτωβρίου 1940:

Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη.

Ωστόσο, ο ελληνικός λαός, παρά τις «εκτιμήσεις» του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά για τον πόλεμο, ήταν ήδη έτοιμος. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, λίγες μέρες πριν την ιταλική εισβολή, έλεγε πως αν μας επιτεθούν «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων» και ο δικτάτορας Μεταξάς σε συζήτηση με δημοσιογράφους, μόλις άρχισε η ιταλική επίθεση, δήλωνε πως η Ελλάδα δεν πολεμά για τη νίκη.

Αυτή την ώρα, λοιπόν, ο ελληνικός λαός πλημμύρισε τους δρόμους της Αθήνας και σχημάτισε μεγαλειώδεις διαδηλώσεις. «Θάνατος στο φασισμό», φώναζαν ρυθμικά οι διαδηλωτές μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Οι έφεδροι γέμιζαν τα κέντρα επιστράτευσης. Η ίδια εικόνα και σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Ετσι άρχισε μια απ’ τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

Η πρώτη επέτειος της «28ης Οκτώβρη 1940» βρήκε την Ελλάδα υπό τριπλή φασιστική κατοχή.

Συγκεκριμένα, η χώρα είχε χωριστεί σε τρεις ζώνες κατοχής:

  1. Τη γερμανική,
  2. την ιταλική και
  3. τη βουλγάρικη.

Η γερμανική ζώνη περιλάμβανε την Κρήτη (εκτός της Σητείας), την Αττική και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του αρχιπελάγους, τα 2/3 του Νομού Εβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (Νομοί: Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλης, Φλώρινας, Χαλκιδικής πλην του Αγίου Ορους, 1/2 του Νομού Καστοριάς, 2/3 του Νομού Κοζάνης, μια λωρίδα του Νομού Πιερίας, 1/5 του Νομού Σερρών).

Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε τα νησιά του Ιονίου, την Πελοπόννησο, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία (εκτός από τις Β. Σποράδες), τη Στερεά και την Εύβοια, τμήμα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας (Νομός Πιερίων, πλην μίας λωρίδας βορείως του Αλιάκμονα, 1/2 του νομού Καστοριάς, 1/3 του Νομού Κοζάνης) και την περιοχή της Σητείας στην Κρήτη.

Τέλος, η βουλγάρικη ζώνη περιλάμβανε τη Θράκη (Νομοί Ροδόπης, Ξάνθης και 1/3 του Νομού Εβρου), την Ανατολική Μακεδονία (Νομοί Καβάλας, Δράμας και 4/5 του Νομού Σερρών). Μια ιδιαιτερότητα στις ζώνες κατοχής υπήρχε στην Αθήνα, όπου, μαζί με τις γερμανικές, υπήρχαν και ιταλικές δυνάμεις και υπηρεσίες.

Ο ελληνικός λαός αφέθηκε μόνος του να αντιμετωπίσει την τριπλή σκλαβιά, αφού ο αστικός κόσμος – η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία – κοίταξε να διασφαλίσει το δικό του τομάρι. Ας δούμε πώς.

Στις 23 Απρίλη 1941 που ο στρατηγός Τσολάκογλου, και μετέπειτα κατοχικός πρωθυπουργός, υπέγραφε την οριστική συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, ο βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό, τον πρίγκιπα Πέτρο και τον Άγγλο πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλαιρετ εγκατέλειπαν την Ελλάδα μ’ ένα υδροπλάνο «Σάντερλαντ».

Δυο μέρες πριν, στις 21 Απρίλη, έφυγε το ζεύγος των διαδόχων Παύλος και Φρειδερίκη.

Γράφει ο ναύαρχος Σακελαρίου:

«Τη νύχτα της 22ας προς 23ην ανεχώρησαν επιβαίνοντες των αντιτορπιλικών «Βασίλισσα Όλγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» άπαντες οι υπουργοί, ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας, και μερικοί κρατικοί, επίσημοι και μη, λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των – γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες – και τας αποσκευάς των – μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τζάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των…

Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του «Βασίλισσα Όλγα», του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον.

Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογίαν όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Ελληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά…».

Τα υπόλοιπα τμήματα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας ή είχαν φροντίσει να φύγουν νωρίτερα ή έμειναν πίσω και συνεργάστηκαν με τον κατακτητή ή γενικά κράτησαν μία στάση σιωπής, αποστασιοποίησης από τα πράγματα, που στο «διά ταύτα» ήταν στάση εξασφάλισης του υλικού πλούτου και των συμφερόντων τους – πολιτικών και οικονομικών – με κάθε πρόσφορο τρόπο, χωρίς να θυσιάσουν τίποτα για τη χώρα.

Για τις θυσίες υπήρχε ο λαός. Και, φυσικά, οι κομμουνιστές, που ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του από ταξική αλληλεγγύη φρόντισαν να παραδώσουν ανυπεράσπιστους στις δυνάμεις κατοχής. Υπολογίζεται ότι οι εξόριστοι κομμουνιστές που παραδόθηκαν στον εχθρό ήταν περίπου 1.600, ενώ υπήρχαν και μερικές εκατοντάδες ομοϊδεάτες τους πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές.

Την προαναφερόμενη εικόνα συμπληρώνουν δύο ακόμη, αυτή της παράδοσης της Αθήνας στους Γερμανούς κι εκείνη της απεγνωσμένης προσπάθειας που κατέβαλε ο αστικός Τύπος να πείσει τον ελληνικό λαό να δεχτεί την κατοχή.

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απρίλη του 1941. Τους προϋπάντησαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο δήμαρχος Πειραιά Μιχ. Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος ως διερμηνέας.

Αργότερα, την ίδια μέρα, με διάγγελμά του ο Πλυτάς – που οι Γερμανοί τον άφησαν στη θέση του – συνιστούσε στον ελληνικό λαό «απόλυτον πειθαρχίαν εις τας διαταγάς των αρχών» και καλούσε τους πολίτες που είχαν όπλα (κυνηγετικά, πολεμικά, πιστόλια ή οτιδήποτε άλλο) να τα παραδώσουν στις αρχές κατοχής. «Οπου υψούται ελληνική σημεία – έλεγε επίσης στο διάγγελμά του ο Πλυτάς – πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική».

Στάση υποταγής στις δυνάμεις κατοχής συνιστούσε και ο αστικός Τύπος της εποχής.

Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» του Λαμπράκη έγραφε στο κύριο θέμα του στις 29/4/1941:

«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Ετσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο – και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν είνε μόνη η Ελλάς που ευρίσκεται εις αυτήν τη θέσιν.

Από της Νορβηγίας μέχρι του Ταινάρου και από των Πυρηναίων μέχρι των παρυφών της Ουκρανίας υπάρχει δι’ όλους τους λαούς της Ευρώπης απόλυτος ταυτότης εις τας πολιτικάς και άλλας συνθήκας της υπάρξεώς των. Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας.

Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων.

Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν».

Στο ίδιο μήκος κύματος, η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της ίδιας μέρας έγραφε:

«Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος…

Η θέλησις των Ελλήνων, όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν διά να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είτε εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δεν είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς…

Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν – περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία – εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στο φύλλο της 28/4/1941, ενώ δύο μέρες αργότερα ανακοίνωνε: «ΑΠΟ ΑΥΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ ΧΙΛΙΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΔΙΑ ΝΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΘΗΤΕ ΕΙΣ ΤΑΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΑΣ ΣΑΣ ΜΕ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ».

Η «ΒΡΑΔΥΝΗ», στο κύριο άρθρο της, στο φύλλο της 28/4/1941, εκτιμούσε ότι η κατοχή της χώρας δεν ήταν και τόσο κακό πράγμα. Επικαλούνταν μάλιστα και το ρητό των αρχαίων «ουδέν κακόν αμιγές καλού».

Μερικές μέρες αργότερα, στις 2/5/1941 η ίδια εφημερίδα, στο κύριο πάλι άρθρο της, διαπίστωνε:

«Εφόσον περνούν αι ημέραι, τόσον αυξάνει η ευμένεια και η φιλική διάθεσις του ελληνικού λαού απέναντι των Γερμανών, πράγμα το οποίον ανταποκρίνεται εις τα προς την Ελλάδα αισθήματα του Ράιχ και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, επερχομένης της πλήρους συνεννοήσεως, θα ανασυνδεθή τάχιστα η παλιά φιλία που ενώνει τας δύο χώρας».

Παρά την εγκατάλειψη από τους αστούς και την προσπάθειά τους να πείσουν για το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» της φασιστικής κατοχής, ο ελληνικός λαός δεν υποτάχθηκε. Αντίθετα, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, οργάνωσε την αντίστασή του στον κατακτητή. Μεμονωμένα μόνο πρόσωπα του αστικού πολιτικού κόσμου πέρασαν στην Αντίσταση.

Σε πολλά μέρη της χώρας, από τον Μάη – Ιούνη, ακόμη, του ’41 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και άλλων πατριωτών δημιουργήθηκαν πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις:

Στη Μακεδονία η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ήπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο», στην Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» κ.ο.κ.

Η πρώτη όμως πανελλαδική Εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 28 Μάη του 1941.

Την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα προώθησε ακόμη περισσότερο η 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, που έγινε στις αρχές Σεπτέμβρη του 1941, ενώ λίγο νωρίτερα στις 16 Ιούλη, ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την επιβολή της χιτλεροφασιστικής κατοχής, ιδρύθηκε στη χώρα το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ).

Η κορυφαία όμως στιγμή της Εθνικής Αντίστασης ταυτίζεται με την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις 27 Σεπτέμβρη του 1941. Αμέσως μετά, από τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη, άρχισαν να συγκροτούνται στην Αθήνα και στον Πειραιά οι Επιτροπές Πόλης και οι τοπικές Οργανώσεις του ΕΑΜ.

Ο γιορτασμός της πρώτης επετείου του ΟΧΙ έγινε. Ο λαός και η νεολαία δεν κάθισαν ήσυχα. Ανάμεσα στις καλύτερες των συστάσεων από τους αστούς να εσωτερικεύσουν το αντιστασιακό τους φρόνημα και στο κάλεσμα των ΕΑΜικών οργανώσεων να το εξωτερικεύσουν, διάλεξαν το δεύτερο.

Τη νύχτα 27 προς 28 Οκτωβρίου, ψηλά στον Υμηττό άναψαν βεγγαλικά και μέσα στο σκοτάδι άστραψε η επιγραφή «ΕΑΜ» και κάτω από αυτήν η ιστορική ημερομηνία:

28 Οκτώβρη 1940.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, έφτασε η πρώτη επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό του Μουσολίνι και ο ελληνικός λαός ανταποκρίθηκε επάξια στο μήνυμα του έπους της Αλβανίας.

Πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr/