Τα δύσκολα οικονομικά της παγκόσμιας πράσινης μετάβασης

Το 2023, στη 28η ετήσια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, σχεδόν 200 χώρες δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν να φτάσουμε στο “καθαρό μηδέν” (net zero) – το σημείο στο οποίο ο ανθρώπινος πολιτισμός δε θα εκπέμπει πλέον αέρια του θερμοκηπίου – μέχρι το 2050. Περισσότερες από τις μισές μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου έχουν αναλάβει ποσοτικοποιημένες δεσμεύσεις. Αν το καταφέρουμε, μπορεί να περιορίσουμε τη θέρμανση του πλανήτη σε όχι πολύ περισσότερο από 1,5 βαθμούς Κελσίου, κάτι που θα ήταν ήδη δαπανηρό και επιζήμιο.

Η σχετική ανάγκη υπήρξε εξαιρετικά δύσκολο να καταστεί αποδεκτή από την ανθρωπότητα. Μόλις κατά τη διάρκεια της περσινής συνεδρίασης του ΟΗΕ οι παγκόσμιοι ηγέτες αναγνώρισαν για πρώτη φορά γραπτώς ότι μια βιώσιμη Γη απαιτεί “μετάβαση μακριά από τα ορυκτά καύσιμα”. Πλέον αντιμετωπίζουμε ένα δεύτερο διανοητικό άλμα, εξίσου περίπλοκο: αποδοχή της συγκλονιστικής κλίμακας και του επείγοντος της μετάβασης στο net zero. Μόνο τότε θα υπάρχει πιθανότητα να επιτευχθεί.

Το χρονοδιάγραμμα είναι οδυνηρά σύντομο – μόλις 26 χρόνια. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) παράγει λεπτομερή σενάρια μετάβασης, παρακολουθώντας περισσότερες από 550 τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και 400 ορόσημα που θα χρειαστεί να εκπληρώσουμε στην πορεία. Ο κατάλογος των τομέων που απαιτούν επαναστατική πρόοδο περιλαμβάνει την ενεργειακή απόδοση, την αιολική ενέργεια, την ηλιακή υποδομή, την αποθήκευση ενέργειας και πολλά, πολλά άλλα. Μόνο σε μια χούφτα από αυτά τα πεδία κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση με την απαραίτητη ταχύτητα.

Υπάρχουν πολλά πιθανά μονοπάτια, αλλά κανένα τους δεν είναι εύκολο. Πέρα από τις τεχνολογικές προκλήσεις, η μετάβαση προϋποθέτει εκπληκτικά υψηλά χρηματικά ποσά. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν: το 2022, η παγκόσμια εταιρεία συμβούλων McKinsey διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις και τα νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο πρέπει να δαπανήσουν συνολικά 275 τρισεκατομμύρια δολάρια από τώρα έως το 2050, κορυφώνοντας βραχυπρόθεσμα στο 8,8% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Νέα έκθεση από την ερευνητική ομάδα του BloombergNEF καθορίζει την τιμή της επίτευξης του net zero χαμηλότερα σε σχέση τη McKinsey, αν και το ποσό εξακολουθεί να εντυπωσιάζει: 215 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε, ωστόσο, ότι αυτή η τεράστια δαπάνη δεν είναι απλώς ένα κόστος. Είναι μια εξαιρετική επένδυση σε ένα νέο ενεργειακό σύστημα, που ανοίγει τον δρόμο για κερδοφόρες βιομηχανίες, πλεόνασμα θέσεων εργασίας και χαμηλότερο ενεργειακό κόστος για τους καταναλωτές από αγαθά όπως ηλεκτρικά οχήματα και αντλίες θερμότητας. Επίσης, περίπου τα δύο τρίτα των τρισεκατομμυρίων δαπανών μπορούν να ανακατευθυνθούν από τη σταδιακή απομείωση του συστήματος ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με τη McKinsey. Ωστόσο, η απαιτούμενη ένεση νέου χρήματος ανέρχεται σε 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο, περίπου ισοδύναμο με το ήμισυ όλων των εταιρικών κερδών ή με το ένα τέταρτο όλων των φορολογικών εσόδων ανά τον κόσμο.

Ωστόσο, οι πλούσιες κοινωνίες έχουν πετύχει έργα συγκρίσιμων τεράστιων φιλοδοξιών στο παρελθόν. Το Net-Zero 2050 μπορεί να μοιάζει απίθανο, αλλά σε καθαρούς οικονομικούς όρους, είναι εφικτό. Σε αυτό, υπάρχει κάτι που μοιάζει με ελπίδα.

Για να κατανοήσουμε την πρόκληση, θα μπορούσαμε να δούμε μερικούς από τους στόχους που ο ΙΕΑ σημειώνει ότι πρέπει να πετύχουμε μέχρι το 2030 για να είμαστε ρεαλιστικά κοντά στον στόχο.

Εναγκαλισμός των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -ιδιαίτερα η ηλιακή και η αιολική- είναι το σημερινό αστέρι της μετάβασης, ωστόσο οι πρόσφατες πρόοδοι μας αποτελούν μονάχα κλάσμα της αύξησης που απαιτείται. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ηλιακή και την αιολική ενέργεια με πρωτοφανή ταχύτητα, τριπλασιάζοντας την παραγωγή μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Η ηλιακή ενέργεια αντιπροσώπευε τα τρία τέταρτα της νέας ανανεώσιμης ενέργειας που προστέθηκε στο παγκόσμιο δίκτυο πέρυσι, ωστόσο ο IEA συγκρίνει τον ρυθμό που απαιτείται έως το 2030 με την εγκατάσταση του ισοδύναμου ενός από τους μεγαλύτερους υπάρχοντες σταθμούς ηλιακής ενέργειας στον κόσμο, όπως το πάνελ πολλών εκατομμυρίων Bhadla Solar Park, μεγέθους Μανχάταν, στη βορειοδυτική Ινδία, σχεδόν κάθε μέρα. Η παγκόσμια βιομηχανία αιολικών πάρκων είχε την καλύτερη χρονιά της το 2023, προσθέτοντας δυναμικό 117 δισεκατομμυρίων watt, ισοδύναμου με την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούν 30 εκατομμύρια αμερικανικά νοικοκυριά. Σε έξι χρόνια από τώρα, η ετήσια αύξηση πρέπει να ισούται με την ισχύ που χρησιμοποιούν 80 εκατομμύρια σπίτια. Μια τέτοια έκρηξη των ΑΠΕ είναι εφικτή, αλλά θα κοστίζει περισσότερο από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως.

Εξηλεκτρισμός των πάντων

Στις μεταφορές, τα περισσότερα μοντέλα net zero προβλέπουν μια συντριπτική μετάβαση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα και φορτηγά αντί για την αύξηση χρήσης τρένων, λεωφορείων και ποδηλάτων. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι, μαζί με την ανάπτυξη ηλιακών πάνελ, στην πραγματικότητα ένα φωτεινό σημείο στη λογιστική του net zero. Εάν τα υπάρχοντα σχέδια για την κλιμάκωση της παραγωγής EV προχωρήσουν χωρίς προβλήματα και ο αριθμός των σταθμών φόρτισης αυξηθεί από 3 σε 17 εκατομμύρια (κανένα από τα δύο δεν είναι σίγουρο στοίχημα), ο τομέας θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στο μοντέλο του IEA. Φανταστείτε έναν κόσμο 10 χρόνια από σήμερα στον οποίο κάθε νέο επιβατικό όχημα που πωλείται να είναι ηλεκτρικό. Σύμφωνα με το BNEF, μια τόσο γρήγορη μετάβαση είναι δυνατή – με μέσο κόστος που ξεκινά από τα 2,6 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Καθώς εξηλεκτρίζουμε δραστηριότητες που τροφοδοτούνται σήμερα από ορυκτά καύσιμα, η ίδια η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αυξηθεί από το 20% της ενέργειας που καταναλώνουμε σε σχεδόν 30% έως το 2030. Αυτό σημαίνει ότι τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αυξάνονται κατά περίπου 2 εκατομμύρια χιλιόμετρα κάθε χρόνο, παρόλο που τα έργα επέκτασης σήμερα χρειάζονται συχνά 5 έως 15 χρόνια για να σχεδιαστούν, να λάβουν άδεια και να ολοκληρωθούν. Ο IEA εκτιμά ότι το ετήσιο τίμημα για την αναβάθμιση του δικτύου θα ξεπερνά τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας. Το BNEF προβλέπει μέχρι τότε ετήσιες δαπάνες 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

III. Βελτιστοποίηση της χρήσης ενέργειας

Ωστόσο, πρέπει να μειώσουμε τη συνολική ζήτηση για ενέργεια, μολονότι ο παγκόσμιος πληθυσμός και η οικονομία συνεχίζουν να μεγεθύνονται. Σύμφωνα με τον ΙΕΑ, η λύση είναι μια δραστική ώθηση στην ενεργειακή απόδοση – να κάνουμε περισσότερα με λιγότερη ενέργεια. Το 2022 ο παγκόσμιος ετήσιος ρυθμός βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης διπλασιάστηκε σε σύγκριση με τον μέσο ρυθμό των προηγούμενων πέντε ετών, φτάνοντας το εντυπωσιακό 2%. Τώρα πρέπει να υπερδιπλασιαστεί ξανά, σε σχεδόν 5% έως το 2030. Μέχρι τότε θα πρέπει να διαθέτουμε 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για έναν συνδυασμό ενισχύσεων απόδοσης και άλλων κερδών “τελικής χρήσης”, όπως η ανάπτυξη EV και αντλιών θερμότητας για την αντικατάσταση οχημάτων βενζίνης και καυστήρων πετρελαίου, καθώς και για ηλεκτροδότηση βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Αυτό το ποσό σε δολάρια είναι μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Ελβετίας.

Μείωση της ζήτησης

Υπάρχει κι άλλος τρόπος να μειώσουμε την ποσότητα ενέργειας που χρησιμοποιούμε – να απαιτούμε λιγότερη ενέργεια. Σε αυτό το πεδίο, οι προσδοκίες είναι χαμηλές. Η μοντελοποίηση του BNEF υποθέτει ότι η όρεξή μας για αγαθά και υπηρεσίες που παρέχει η ενέργεια θα συνεχίσει να αυξάνεται σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις. Ο IEA δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα σε αλλαγές συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα στην οδήγηση και στις λιγότερες πτήσεις ή στο χαμήλωμα του θερμοστάτη, σημειώνοντας ότι αυτές “επιτυγχάνουν τη μείωση της ζήτησης γρήγορα και χωρίς κόστος”. Ωστόσο, το σενάριο του οργανισμού προβλέπει ότι μόλις το 5% των μειώσεων των εκπομπών θα προέλθει από τέτοιες αλλαγές στον τρόπο ζωής, κυρίως σε πλούσιες χώρες. Σε φτωχότερες γωνιές του πλανήτη, βασικός στόχος είναι να δοθεί στα νοικοκυριά που μαγειρεύουν με καυσόξυλα ή κάρβουνα πρόσβαση σε σόμπες που είτε καίνε λιγότερα ξύλα είτε λειτουργούν με πιο πράσινες μορφές ενέργειας, όπως ηλιακή ενέργεια ή φυσικό αέριο. Η “καθαρή μαγειρική” ασκείται από 600 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους σήμερα απ’ ό,τι το 2010. Ωστόσο, έχουμε ακόμη να καλύψουμε 2,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το τέλος του 2030. Το ετήσιο κόστος αυτής της μετάβασης, τουλάχιστον, είναι σχετικά χαμηλό: 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο IEA επισημαίνει ότι οι κυβερνήσεις ξόδεψαν 100 φορές αυτό το ποσό για να διατηρήσουν υπό έλεγχο τις τιμές καταναλωτή κατά τη διάρκεια της κρίσης πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2022.

Διαφοροποίηση της χρήσης γης

Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γη πρέπει επίσης να αλλάξει δραστικά. Μέχρι το 2030, η αποψίλωση των δασών -η παγκόσμια απώλεια δέντρων που απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα- πρέπει να φτάσει στο δικό της net zero, μέσω μειωμένης υλοτόμησης και αυξημένης αποκατάστασης δασών, το κόστος της οποίας η McKinsey υπολογίζει στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ο IEA προσθέτει ότι πρέπει να καλλιεργήσουμε πολύ περισσότερες ξυλώδεις καλλιέργειες ταχείας ανάπτυξης, όπως λεύκες, ιτιές και ευκάλυπτους, ώστε να τις χρησιμοποιήσουμε ως βιοκαύσιμα. Αυτές οι φυτείες θα μπορούσαν τελικά να καλύπτουν τόσο μεγάλο μέρος της έκτασης της Γης όσο ολόκληρη η Γαλλία ή η Ισπανία. Μέχρι να φτάσουμε στο net zero στο σενάριο του BNEF, το πλήρες φάσμα των “καλλιεργειών καυσίμων”, συμπεριλαμβανομένων σόγιας, ζαχαροκάλαμου και canola, θα καλύπτει σχεδόν τόσο μεγάλο μέρος του πλανήτη όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αύξηση της χρήσης του υδρογόνου

Η ηλεκτρική ενέργεια από μόνη της πιθανότατα δεν μπορεί να τροφοδοτήσει πλήρως το μέλλον – θα χρειαζόμαστε και τότε κάποια καύσιμα – και η IEA θεωρεί το υδρογόνο μια πολλά υποσχόμενη επιλογή. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να παίξει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή σιδήρου και χάλυβα, προσφέροντας μια διαδικασία που να εκπέμπει ατμό αντί για άνθρακα. Δεν υπάρχουν επί του παρόντος εργοστάσια σιδήρου ή χάλυβα που να λειτουργούν με υδρογόνο, αν και έχουν προταθεί αρκετά. Πρέπει να τεθούν σε χρήση τάχιστα: ο IEA ελπίζει να δει τη ζήτηση για καύσιμο υδρογόνου να αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 80% έως το 2030. Ο οργανισμός αναγνωρίζει ότι αυτό αντιπροσωπεύει μια “μαζική κλιμάκωση της παραγωγής” και ότι η βιομηχανία υδρογόνου δε διαθέτει επί του παρόντος τον απαραίτητο εξοπλισμό και υποδομή, ούτε βέβαια μεγάλη αγορά. Το μοντέλο του IEA προτείνει οι επενδύσεις σε υδρογόνο να αυξηθούν από 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σήμερα σε 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε έξι χρόνια από τώρα.

Αιχμαλώτιση άνθρακα

Τέλος, πρέπει να δεσμεύουμε τις εκπομπές άνθρακα, είτε στην πηγή – όπως τσιμέντο, σίδηρος και χάλυβας, φυσικό αέριο και εργοστάσια παραγωγής ενέργειας – είτε απευθείας από την ατμόσφαιρα. Ο IEA μείωσε τις προσδοκίες του σε αυτό το μέτωπο πέρυσι, σημειώνοντας ότι το ιστορικό του κλάδου μέχρι στιγμής ήταν “σε μεγάλο βαθμό μια από τις προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν“. Ωστόσο, το σενάριο της υπηρεσίας εξακολουθεί να συνιστά να αυξήσουμε τη δέσμευση άνθρακα κατά 2.200% έως το 2030. Το BNEF είναι ακόμη πιο τολμηρό, καλώντας σε ραγδαία αύξηση 7.700%. Η ερευνητική ομάδα προβλέπει τελικά ένα δίκτυο δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα κόστους 6,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που να αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των μειώσεων των εκπομπών έως το 2050. Διαφορετικά, άλλες τεχνολογίες θα πρέπει να αυξηθούν ταχύτερα για να ισοφαρίσουν το έλλειμμα σε αυτό το πεδίο.

Μέχρι το 2030, οι χώρες ανά τον κόσμο θα πρέπει επίσης να δαπανούν περίπου 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για την προετοιμασία των υποδομών, της γεωργίας και των συστημάτων νερού για έναν θερμότερο πλανήτη, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Κέντρο Προσαρμογής. Το κόστος των κλιματικών καταστροφών υπολογίστηκε πρόσφατα σε 143 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε μελέτη που δημοσιεύθηκε από την Nature Communications, ενώ το κόστος της αύξησης της θερμοκρασίας στην παγκόσμια οικονομία μέσω χαμηλότερων γεωργικών αποδόσεων, κατεστραμμένων υποδομών και άλλων επιπτώσεων θα μπορούσε να φτάσει τα 38 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο έως το 2050, ακόμη και αν τελικά επιτύχουμε το net zero.

Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

Πηγή capital.gr