Περού: Οργή συγγενών των θυμάτων για την παραγραφή εγκλημάτων του κράτους
Μπροστά σε μνημείο για τα θύματα του εμφυλίου πολέμου που άφησε πίσω δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στο Περού τα χρόνια του 1980 και του 1990, η Γκλάντις Ρουβίνα δυσκολεύεται να συγκρατήσει την οργή της. Αιτία: ο πρόσφατος αμφιλεγόμενος νόμος με τον οποίο το κράτος προσέφερε, κατ’ αυτήν, “νέα ευκαιρία στους δολοφόνους” της αδελφής της.
Άλλες οικογένειες αμάχων που σκοτώθηκαν από τον στρατό στον πόλεμο εναντίον ανταρτών της άκρας αριστεράς, ιδίως του Φωτεινού Μονοπατιού, μοιράζονται το ίδιο συναίσθημα μετά την επικύρωση την 9η Αυγούστου του νόμου που προβλέπει την παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας τα οποία διαπράχθηκαν πριν από το 2002.
Το κείμενο, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τον ΟΗΕ και το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΔΑΔ), ακύρωσε αυτόματα κάπου 600 δίκες σε βάρος κρατικών λειτουργών.
Ωφελεί πάνω απ’ όλους τον πρώην πρόεδρο Αλμπέρτο Φουχιμόρι (1990-2000), 86 ετών, που πέρασε 16 χρόνια στη φυλακή, μετά την καταδίκη του για υποθέσεις κατάφωρων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώσπου του απονεμήθηκε χάρη για ανθρωπιστικούς λόγους τον Δεκέμβριο του 2023.
Στον εμφύλιο πόλεμο στο Περού έχασαν τη ζωή τους πάνω από 69.000 άνθρωποι, ενώ άλλοι 21.000 παραμένουν ως ακόμη και σήμερα επισήμως εξαφανισμένοι, την περίοδο από το 1980 ως το 2000. Στην πλειονότητά τους, τα θύματα ήταν άμαχοι.
Σύμφωνα με τον εισηγητή του νόμου Φερνάντο Ροσπιλιόσι, το κοινοβούλιο επανόρθωσε με αυτό τον τρόπο το γεγονός ότι “στρατιωτικοί και αστυνομικοί” διώκονταν για “φερόμενα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί πριν από 30 ή 40 χρόνια“, ενώ η περίοδος παραγραφής για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα στο Περού είναι τα 20 έτη.
Ο νόμος προβλέπει την παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν πριν από το 2002, τη χρονιά που τέθηκε σε ισχύ στο Περού το Καταστατικό της Ρώμης, η ιδρυτική συνθήκη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), η οποία ορίζει πως τα πιο σοβαρά εγκλήματα είναι απαράγραπτα.
Για την Γκλόρια Κάνο, δικηγόρο που εκπροσωπεί οικογένειες θυμάτων, ο νόμος θα οδηγήσει όχι μόνο στο να τεθούν στο αρχείο υποθέσεις που βρίσκονται στη δικαιοσύνη, αλλά και στην αναίρεση “καταδικών που είχαν απαγγελθεί για υποθέσεις χαρακτηρισθείσες εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας“.
Δυο από τις πλέον εμβληματικές υποθέσεις που χαρακτηρίστηκαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας οδεύουν έτσι στο αρχείο: οι σφαγές στη συνοικία Μπάριος Άλτος, στην πρωτεύουσα Λίμα, και αυτή στην πανεπιστημιούπολη του Λα Καντούτα της πρωτεύουσας, με 25 νεκρούς.
Η Γκλάντις Ρουβίνα, 50 ετών, έχασε την αδελφή της Νέλι στην πρώτη σφαγή. Την 3η Νοεμβρίου 1991, έξι στρατιωτικοί με καλυμμένα τα πρόσωπα εισέβαλαν σε σπίτι όπου γινόταν γιορτή, αναζητώντας υπόπτους.
Δεκαπέντε άνθρωποι έπεσαν νεκροί. Κανένα από τα θύματα δεν ανήκε σε ένοπλο κίνημα. Η έρευνα αποκάλυψε πως την ομάδα των στρατιωτικών οδήγησε στο σπίτι λάθος ενημέρωση της υπηρεσίας πληροφοριών.
Η Νέλι Ρουβίνα ήταν δεκαέξι ετών.
“Νιώθω αγανάκτηση, μας εμπαίζουν, δίνουν νέα ευκαιρία στους δολοφόνους των δικών μας”, ξέσπασε η Γκλάντις Ρουβίνα, με φωτογραφία της αδελφής της κρεμασμένη από τον λαιμό της, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο στη Λίμα.
Τη 18η Ιουλίου 1992, εννιά φοιτητές και καθηγητής του πανεπιστημίου Λα Καντούτα απήχθησαν και εκτελέστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί από στρατιωτικούς που εισέβαλαν στις εγκαταστάσεις του.
Ανάμεσα στα θύματα ήταν ο Ενρίκε Ορτίς, 20 ετών.
Η αδελφή του Χισέλα δηλώνει σοκαρισμένη για την “αδικία” του νέου νόμου. “Εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια εμείς, οι συγγενείς (των θυμάτων) της υπόθεσης Καντούτα, επιμέναμε να ασκήσουμε το δικαίωμά μας να μάθουμε ποιοι ευθύνονταν και να τιμωρηθούν οι δράστες του εγκλήματος”, τόνισε η 52χρονη.
Η περουβιανή δικαιοσύνη έχει επαληθεύσει πως και τα 25 θύματα ήταν εντελώς άσχετα με τα ένοπλα κινήματα που διεξήγαγαν ανταρτοπόλεμο εναντίον του κράτους.
Ορισμένοι στρατιωτικοί καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Άλλοι διέφυγαν.
Ο επίμαχος νόμος, τον οποίο προώθησαν συντηρητικές παρατάξεις που έχουν τον έλεγχο του περουβιανού κοινοβουλίου, επικυρώθηκε από την πρόεδρο Ντίνα Μπολουάρτε, χωρίς να υπάρξουν μαζικές διαδηλώσεις στο κράτος της Λατινικής Αμερικής.
“Δεν έχουμε υποστήριξη από την κοινωνία”, που δεν καταδικάζει “αυτό που ζούμε και τη ζημιά που συνεπάγεται η ατιμωρησία για τη δημοκρατία μας”, σύμφωνα με τη Χισέλα Ορτίς, η οποία πέρα από αδελφή θύματος διετέλεσε στο παρελθόν υπουργός Πολιτισμού του Περού.