Σαουδική Αραβία: Έληξε η συμφωνία για πώληση του πετρελαίου με δολάρια! – Για πρώτη φορά δεν έγινε ανανέωση

Ο διάδοχος του θρόνου «γύρισε την πλάτη» και στους G-7: Αρνήθηκε την πρόσκλησή τους

Ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, απέρριψε σήμερα επίσημα την πρόσκληση για τη σύνοδο των G-7, κρατώντας σταθερή την απόσταση που έχει αποκτήσει η χώρα του Κόλπου από την ηγεσία της Δύσης μετά από την ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσική Ομοσπονδία.

Η δικαιολόγησή του ήταν θρησκευτικοί λόγοι και ζητούσε να γίνει συνάντηση στις 14 Ιουνίου!

Ταυτόχρονα, έληξε σήμερα χωρίς ανανέωση η ιστορική συμφωνία πετροδολαρίου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σαουδική Αραβία, η οποία είχε συναφθεί το 1974.

Σύμφωνα με αναφορές, η Σαουδική Αραβία επέλεξε να μην ανανεώσει τη συμφωνία, μια εξέλιξη που ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα.

Η συμφωνία πετροδολαρίου καθιερώθηκε μετά από διμερή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών και είχε ως στόχο την πώληση πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία αποκλειστικά σε δολάρια ΗΠΑ.

Αυτό βοήθησε στην εδραίωση του δολαρίου ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος παγκοσμίως και ενίσχυσε την οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ.

Η λήξη της συμφωνίας μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου οικονομικού παραδείγματος, καθώς η Σαουδική Αραβία θα πωλεί τώρα πετρέλαιο σε πολλαπλά νομίσματα, όπως το κινεζικό RMB, τα ευρώ, το γιεν και το γιουάν.

Η αλλαγή αυτή μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία.

Με την πώληση πετρελαίου σε άλλα νομίσματα, η ζήτηση για το δολάριο μπορεί να μειωθεί, αποδυναμώνοντας τη θέση του ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος.

Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένα κόστη δανεισμού για τις ΗΠΑ και να μειώσει την οικονομική τους επιρροή παγκοσμίως.

Η λήξη της συμφωνίας πετροδολαρίου μπορεί επίσης να ενισχύσει τη θέση της Κίνας και της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία, καθώς τα νομίσματά τους θα χρησιμοποιούνται περισσότερο στις διεθνείς συναλλαγές πετρελαίου.

Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει τη μετατόπιση της οικονομικής δύναμης και την αυξανόμενη σημασία των αναδυόμενων αγορών.

Πηγή pronews